δαμώματα: Difference between revisions
διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=damomata | |Transliteration C=damomata | ||
|Beta Code=damw/mata | |Beta Code=damw/mata | ||
|Definition=τά, | |Definition=τά, = [[τὰ δημοσίᾳ ᾀδόμενα]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>797</span>, from Stes.(<span class="bibl"><span class="title">Fr.</span> 37</span>): expld. by [[κοινώματα]], [[δημοσιώματα]], Hsch. δαμώμενος· <b class="b3">ἀγαλλόμενος, οἱ δὲ παίζων</b>, Id. δαμώσεις· <b class="b3">δημόται, ἢ οἱ ἐντελεῖς</b> (Lacon.), Id. δαμώσικτον· [[δεδοκιμασμένον]] (Lacon.), Id. δᾶν, v. [[δᾶ]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:55, 23 August 2022
English (LSJ)
τά, = τὰ δημοσίᾳ ᾀδόμενα, Ar.Pax797, from Stes.(Fr. 37): expld. by κοινώματα, δημοσιώματα, Hsch. δαμώμενος· ἀγαλλόμενος, οἱ δὲ παίζων, Id. δαμώσεις· δημόται, ἢ οἱ ἐντελεῖς (Lacon.), Id. δαμώσικτον· δεδοκιμασμένον (Lacon.), Id. δᾶν, v. δᾶ.
German (Pape)
[Seite 522] τά, = τὰ δημοσίᾳ ᾀδόμενα, Ar. Pax 798 aus Stesichor. frg. 39.
Greek (Liddell-Scott)
δᾱμώματα: τά, = τὰ δημοσίᾳ ᾀδόμενα, Ἀριστοφ. Εἰρ. 797, ἐκ τοῦ Στησιχ. (Ἀποσπ. 39, Kleine).
French (Bailly abrégé)
μάτων (τά) :
chansons populaires.
Étymologie: δημόω.
Greek Monolingual
δαμώματα, τα (Α)
άσματα που εκτελούνται σε δημόσια γιορτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαμούμαι, δωρ. τ. του δημούμαι].
Greek Monotonic
δᾱμώματα: τά, = τὰ δημοσίᾳ ᾀδόμενα, άσματα που ψάλλονται σε δημόσιο χώρο, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
δᾱμώματα: τά дор. = *δημώματα.
Middle Liddell
= τὰ δημοσίαι ἀιδόμενα, songs sung in public, Ar.