κεραυνοφαής: Difference between revisions
From LSJ
οὐ σμικρὸν παραλλάττει οὕτως ἔχον ἢ ἄλλως → it makes no small difference if it's this way, or another way
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=keravnofais | |Transliteration C=keravnofais | ||
|Beta Code=keraunofah/s | |Beta Code=keraunofah/s | ||
|Definition=ές, | |Definition=ές, [[flashing like lightning]], πῦρ <span class="bibl">E.<span class="title">Tr.</span>1103</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 01:35, 24 August 2022
English (LSJ)
ές, flashing like lightning, πῦρ E.Tr.1103.
German (Pape)
[Seite 1423] ές, wie der Blitz leuchtend, πῦρ Eur. Tr. 1103.
Greek (Liddell-Scott)
κεραυνοφᾰής: -ές, λάμπων ὡς κεραυνός, Εὐρ. Τρῳ. 1103.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
brillant comme la foudre.
Étymologie: κεραυνός, φάος.
Greek Monolingual
κεραυνοφαής, -ές (Α)
αυτός που λάμπει σαν κεραυνός («κεραυνοφαὲς πῡρ», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -φαής (< φάος), πρβλ. νυκτιφαής, κεραυνοφαής].
Greek Monotonic
κεραυνοφαής: -ές (φάος), αυτός που λάμπει σαν κεραυνός, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κεραυνοφαής: яркий как молния (πῦρ Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κεραυνοφαής -ες [κεραυνός, φάος] flitsend als de bliksem.