κνηκίας: Difference between revisions
From LSJ
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=knikias | |Transliteration C=knikias | ||
|Beta Code=knhki/as | |Beta Code=knhki/as | ||
|Definition=ου, Dor. κνᾱκίας, ὁ, (κνηκός) name for the | |Definition=ου, Dor. κνᾱκίας, ὁ, (κνηκός) name for the [[wolf]], <span class="bibl">Babr.122.12</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 01:55, 24 August 2022
English (LSJ)
ου, Dor. κνᾱκίας, ὁ, (κνηκός) name for the wolf, Babr.122.12.
German (Pape)
[Seite 1460] ὁ, der Falbe, Gelbliche, von κνηκός, der Wolf, Babr. 122, 12.
Greek (Liddell-Scott)
κνηκίας: -ου, ὁ, Δωρ. κνᾱκίας, πρβλ. κνηκός, ἐν τέλ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
propr. « le fauve », càd le loup.
Étymologie: κνηκός.
Syn.λύκος, μονιός, μονόλυκος.
Greek Monolingual
κνηκίας, δωρ. τ. κνακίας, ὁ (Α)
ονομασία του λύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆκος + κατάλ. -ίας (πρβλ. βομβυκίας, κροκίας). Ο λύκος ονομάστηκε έτσι από το πυρρόξανθο χρώμα του].
Greek Monotonic
κνηκίας: ὁ, βλ. κνηκός.
Russian (Dvoretsky)
κνηκίας: ου ὁ бурый, серый, т. е. волк Babr.