κροκίας
From LSJ
English (LSJ)
-ου, ὁ, saffron-coloured stone, Plu.2.375e; dub. in S.Ichn.186 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1511] ὁ, saffranfarbig; ἀλεκτρυών Plut. de Is. et Osir. 61.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m;
c. κρόκεος.
Russian (Dvoretsky)
κροκίᾱς: ου adj. m Plut. = κρόκεος.
Greek (Liddell-Scott)
κροκίας: λίθος, ὁ, λίθος τις ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ κρόκου, Πλούτ. 2. 375Ε.
Greek Monolingual
κροκίας, ὁ (Α)
λίθος με χρώμα κρόκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + επίθημα -ίας (πρβλ. καπνίας, καρχαρίας)].