κρήδεσμον: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kridesmon
|Transliteration C=kridesmon
|Beta Code=krh/desmon
|Beta Code=krh/desmon
|Definition=[[κεφαλόδεσμον]], Hsch. κρηῆναι, κρήηνον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> v. [[κραίνω]]. κρηθεῖν· [[κακολογεῖν]], Id. κρῆθεν, Adv., v. [[κράς]] ''ΙΙ''.</span>
|Definition=[[κεφαλόδεσμον]], Hsch. κρηῆναι, κρήηνον, v. [[κραίνω]]. κρηθεῖν· [[κακολογεῖν]], Id. κρῆθεν, Adv., v. [[κράς]] ''ΙΙ''.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρήδεσμον]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κεφαλόδεσμον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρή</i>-<i>δεσμον</i><br />το α' συνθετικό <i>κρη</i>- ανάγεται πιθ. στη λ. [[κάρα]] «[[κεφάλι]]» ([[πρβλ]]. και [[κρήδεμνον]]) και το β' συνθετικό -<i>δεσμον</i> <span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i> «[[δένω]]»].
|mltxt=[[κρήδεσμον]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κεφαλόδεσμον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρή</i>-<i>δεσμον</i><br />το α' συνθετικό <i>κρη</i>- ανάγεται πιθ. στη λ. [[κάρα]] «[[κεφάλι]]» ([[πρβλ]]. και [[κρήδεμνον]]) και το β' συνθετικό -<i>δεσμον</i> <span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i> «[[δένω]]»].
}}
}}

Revision as of 02:15, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρήδεσμον Medium diacritics: κρήδεσμον Low diacritics: κρήδεσμον Capitals: ΚΡΗΔΕΣΜΟΝ
Transliteration A: krḗdesmon Transliteration B: krēdesmon Transliteration C: kridesmon Beta Code: krh/desmon

English (LSJ)

κεφαλόδεσμον, Hsch. κρηῆναι, κρήηνον, v. κραίνω. κρηθεῖν· κακολογεῖν, Id. κρῆθεν, Adv., v. κράς ΙΙ.

Greek Monolingual

κρήδεσμον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κεφαλόδεσμον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρή-δεσμον
το α' συνθετικό κρη- ανάγεται πιθ. στη λ. κάρα «κεφάλι» (πρβλ. και κρήδεμνον) και το β' συνθετικό -δεσμον < δέω «δένω»].