κρυσταλλόπηκτος: Difference between revisions

From LSJ

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=krystallopiktos
|Transliteration C=krystallopiktos
|Beta Code=krustallo/phktos
|Beta Code=krustallo/phktos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[congealed to ice]], [[frozen]], <span class="bibl">E.<span class="title">Rh.</span>441</span>:— also κρυσταλλο-πήξ, ῆγος, ὁ, ἡ, <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>501</span>.</span>
|Definition=ον, [[congealed to ice]], [[frozen]], <span class="bibl">E.<span class="title">Rh.</span>441</span>:— also κρυσταλλο-πήξ, ῆγος, ὁ, ἡ, <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>501</span>.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 02:22, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρυσταλλόπηκτος Medium diacritics: κρυσταλλόπηκτος Low diacritics: κρυσταλλόπηκτος Capitals: ΚΡΥΣΤΑΛΛΟΠΗΚΤΟΣ
Transliteration A: krystallópēktos Transliteration B: krystallopēktos Transliteration C: krystallopiktos Beta Code: krustallo/phktos

English (LSJ)

ον, congealed to ice, frozen, E.Rh.441:— also κρυσταλλο-πήξ, ῆγος, ὁ, ἡ, A.Pers.501.

Greek (Liddell-Scott)

κρυσταλλόπηκτος: -ον, παγεὶς εἰς κρύσταλλον, παγωμένος, Εὐρ. Ρῆσ. 441· ― ὡσαύτως, κρυσταλλοπήξ, -ῆγος, ὁ, ἡ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 501.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
congelé, glacé.
Étymologie: κρύσταλλος, πήγνυμι.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κρυσταλλόπηκτος, -ον, αρσ. και θηλ. και κρυσταλλοπήξ, -ῆγος)
παγωμένος ή πηγμένος σαν το κρύσταλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλος + -πηκτός (< πήγνυμι), πρβλ. πασσαλόπηκτος, σακχαρόπηκτος. Ο τ. κρυσταλλοπήξ < κρύσταλλος + πήξ (< πήγνυμι), πρβλ. αρματοπήξ, κλινοπήξ].

Greek Monotonic

κρυσταλλόπηκτος: -ον, κατεψυγμένος, παγωμένος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κρυσταλλόπηκτος: обледеневший, ледяной (φυσήματα Eur.).

Middle Liddell

κρυσταλλό-πηκτος, ον
congealed to ice, frozen, Eur.