κυνόφρων: Difference between revisions
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kynofron | |Transliteration C=kynofron | ||
|Beta Code=kuno/frwn | |Beta Code=kuno/frwn | ||
|Definition=ον, gen. ονος, | |Definition=ον, gen. ονος, [[dog-minded]], [[shameless of soul]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>621</span> (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 02:40, 24 August 2022
English (LSJ)
ον, gen. ονος, dog-minded, shameless of soul, A.Ch.621 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
κῠνόφρων: -ον, ἔχων φρόνημα κυνός, ἀναίσχυντος, ἀδιάντροπος, Αἰσχύλ. Χο. 622.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
impudent comme un chien.
Étymologie: κύων, φρήν.
Greek Monolingual
κυνόφρων, -ον (Α)
αυτός που συμπεριφέρεται σαν σκύλος, αναίσχυντος, αδιάντροπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -φρων (εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα της λ. φρήν «νους, φρόνημα»), πρβλ. γυναικόφρων, τυραννόφρων].
Greek Monotonic
κῠνόφρων: -ον (φρήν), αυτός που έχει μυαλό σκύλου, αδιάντροπος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
κῠνόφρων: 2, gen. ονος бесстыдный как пес Aesch.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυνόφρων -ονος [κύων, φρήν] met hondenmentaliteit (schaamteloos).