λαβάργυρος: Difference between revisions
From LSJ
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lavargyros | |Transliteration C=lavargyros | ||
|Beta Code=laba/rguros | |Beta Code=laba/rguros | ||
|Definition=ον, | |Definition=ον, [[taking money]], [[ὡρολογητής]] Timo <span class="bibl">18</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 02:50, 24 August 2022
English (LSJ)
ον, taking money, ὡρολογητής Timo 18.
German (Pape)
[Seite 1] Geld nehmend für Etwas, was man thut, Timon bei Ath. IX, 406 e.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰβάργῠρος: -ον, (λαβεῖν) λαμβάνω χρήματα, πράττων τι διὰ χρήματα, ἀντὶ χρημάτων, Τίμων παρ’ Ἀθην. 406Ε.
Greek Monolingual
λαβάργυρος, -ον (Α)
αυτός που παίρνει χρήματα για κάτι, που κάνει κάτι με πληρωμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαβ- (πρβλ. ἔ-λαβ-ον αόρ. του λαμβάνω) + ἄργυρος (πρβλ. φιλάργυρος, ψευδάργυρος)].