μέσσορος: Difference between revisions

From LSJ

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=messoros
|Transliteration C=messoros
|Beta Code=me/ssoros
|Beta Code=me/ssoros
|Definition=ὁ, for [[Μέσορος]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[boundary-stone]], Tab.Heracl.1.63, al.</span>
|Definition=ὁ, for [[Μέσορος]], [[boundary-stone]], Tab.Heracl.1.63, al.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 03:30, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέσσορος Medium diacritics: μέσσορος Low diacritics: μέσσορος Capitals: ΜΕΣΣΟΡΟΣ
Transliteration A: méssoros Transliteration B: messoros Transliteration C: messoros Beta Code: me/ssoros

English (LSJ)

ὁ, for Μέσορος, boundary-stone, Tab.Heracl.1.63, al.

Greek (Liddell-Scott)

μέσσορος: ὁ, ἀντὶ μέσορος, λίθος ὁρίζων τὸ ὅριον μεταξὺ δύο κτημάτων, σύνορον, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 63, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

μέσσορος και μέσορος, ὁ (Α)
λίθος ο οποίος ορίζει το όριο μεταξύ δύο κτημάτων, το σύνορο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- (για τα δύο -σσ- βλ. λ. μέσος) + ὅρος (πρβλ. όμορος, σύνορος).