μαρμαροφεγγής: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "παῑδες" to "παῖδες")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=marmarofeggis
|Transliteration C=marmarofeggis
|Beta Code=marmarofeggh/s
|Beta Code=marmarofeggh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[gleaming white]], <b class="b3">στόματος παῖδες</b>, of the teeth, <span class="bibl">Tim.<span class="title">Pers.</span>103</span>.</span>
|Definition=ές, [[gleaming white]], <b class="b3">στόματος παῖδες</b>, of the teeth, <span class="bibl">Tim.<span class="title">Pers.</span>103</span>.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μαρμαροφεγγής]], -ές (Α)<br />([[ιδίως]] για τα δόντια)<br /><b>1.</b> αυτός που λάμπει, που αστράφτει σαν [[μάρμαρο]]<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[λευκός]] σαν το [[χιόνι]], ο [[κάτασπρος]] («στόματος παῖδες μαρμαροφεγγεῑς», Τιμόθ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάρμαρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φεγγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέγγω]]), [[πρβλ]]. <i>αστρο</i>-<i>φεγγής</i>].
|mltxt=[[μαρμαροφεγγής]], -ές (Α)<br />([[ιδίως]] για τα δόντια)<br /><b>1.</b> αυτός που λάμπει, που αστράφτει σαν [[μάρμαρο]]<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[λευκός]] σαν το [[χιόνι]], ο [[κάτασπρος]] («στόματος παῖδες μαρμαροφεγγεῑς», Τιμόθ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάρμαρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φεγγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέγγω]]), [[πρβλ]]. <i>αστρο</i>-<i>φεγγής</i>].
}}
}}

Revision as of 03:50, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαρμᾰροφεγγής Medium diacritics: μαρμαροφεγγής Low diacritics: μαρμαροφεγγής Capitals: ΜΑΡΜΑΡΟΦΕΓΓΗΣ
Transliteration A: marmarophengḗs Transliteration B: marmarophengēs Transliteration C: marmarofeggis Beta Code: marmarofeggh/s

English (LSJ)

ές, gleaming white, στόματος παῖδες, of the teeth, Tim.Pers.103.

Greek Monolingual

μαρμαροφεγγής, -ές (Α)
(ιδίως για τα δόντια)
1. αυτός που λάμπει, που αστράφτει σαν μάρμαρο
2. αυτός που είναι λευκός σαν το χιόνι, ο κάτασπρος («στόματος παῖδες μαρμαροφεγγεῑς», Τιμόθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος + -φεγγής (< φέγγω), πρβλ. αστρο-φεγγής].