μιτοεργός: Difference between revisions

From LSJ

Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert

Menander, Monostichoi, 427
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mitoergos
|Transliteration C=mitoergos
|Beta Code=mitoergo/s
|Beta Code=mitoergo/s
|Definition=όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[working the thread]], AP6.289 (Leon.).</span>
|Definition=όν, [[working the thread]], AP6.289 (Leon.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 04:35, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῐτοεργός Medium diacritics: μιτοεργός Low diacritics: μιτοεργός Capitals: ΜΙΤΟΕΡΓΟΣ
Transliteration A: mitoergós Transliteration B: mitoergos Transliteration C: mitoergos Beta Code: mitoergo/s

English (LSJ)

όν, working the thread, AP6.289 (Leon.).

Greek (Liddell-Scott)

μῐτοεργός: -όν, ὁ ἐργαζόμενος τὸν μίτον, τὴν κλωστήν, ἐπὶ τῆς ἀτράκτου, Ἀνθ. Π. 6. 289.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui travaille le fil.
Étymologie: μίτος, ἔργον.

Greek Monolingual

μιτοεργός, -όν (Α)
(για το αδράχτι) αυτός που χειρίζεται τον μίτο, την κλωστή του στημονιού («τὸν μιτοεργὸν άειδίνητον ἄτρακτον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίτος + -εργός (< ἔργον), πρβλ. λιθο-εργός].

Greek Monotonic

μῐτοεργός: -όν (*ἔργω), αυτός που επεξεργάζεται την κλωστή, σε Ανθ.

Middle Liddell

μῐτο-εργός, όν [*ἔργω
working the thread, Anth.