ἀναμίσγω: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anamisgo
|Transliteration C=anamisgo
|Beta Code=a)nami/sgw
|Beta Code=a)nami/sgw
|Definition=poet. and Ion. for <span class="sense"><span class="bld">A</span> ἀναμείγνυμι, ἀνέμισγε δὲ σίτῳ φάρμακα <span class="bibl">Od.10.235</span>; αἷμα δακρύοισι <span class="bibl">Tim.<span class="title">Fr.</span>7</span>:—Med., [[have intercourse with]], τινί <span class="bibl">Hdt.1.199</span>:—Pass., γέλως ἀνεμίσγετο λύπῃ Call.<span class="title">Aet.Fr.</span>7.3 P.</span>
|Definition=poet. and Ion. for ἀναμείγνυμι, ἀνέμισγε δὲ σίτῳ φάρμακα <span class="bibl">Od.10.235</span>; αἷμα δακρύοισι <span class="bibl">Tim.<span class="title">Fr.</span>7</span>:—Med., [[have intercourse with]], τινί <span class="bibl">Hdt.1.199</span>:—Pass., γέλως ἀνεμίσγετο λύπῃ Call.<span class="title">Aet.Fr.</span>7.3 P.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:12, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναμίσγω Medium diacritics: ἀναμίσγω Low diacritics: αναμίσγω Capitals: ΑΝΑΜΙΣΓΩ
Transliteration A: anamísgō Transliteration B: anamisgō Transliteration C: anamisgo Beta Code: a)nami/sgw

English (LSJ)

poet. and Ion. for ἀναμείγνυμι, ἀνέμισγε δὲ σίτῳ φάρμακα Od.10.235; αἷμα δακρύοισι Tim.Fr.7:—Med., have intercourse with, τινί Hdt.1.199:—Pass., γέλως ἀνεμίσγετο λύπῃ Call.Aet.Fr.7.3 P.

German (Pape)

[Seite 198] ion. u. p. = ἀναμίγνυμι. ἀνέμισγε σίτῳ φάρμακα Od. 10, 235. – Med., ver Kehren, Her. 1, 199.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμίσγω: ποιητ. καὶ Ἴων. ἀντὶ ἀναμίγνυμι, ἀνέμισγε δὲ σίτῳ φάρμακα Ὀδ. Κ. 235· ἀμμίσγω Ἐμπεδ. 47 Sturz.: - Μέσ., ἀναμιγνύομαι, ἔρχομαι εἰς σχέσεις, οὐκ ἀξιεύμεναι ἀναμίσγεσθαι τήσι ἄλλῃσι Ἡρόδ. 1. 199.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
1 mêler : τινί τι OD une chose à une autre;
2 avoir des relations avec τινι.
Étymologie: cf. ἀναμίγνυμι.

English (Autenrieth)

aor. part. ἀμμίξᾶς: mix up with, mix together, Od. 10.235, Il. 24.529.

Spanish (DGE)

mezclar c. ac. y dat. σίτῳ φάρμακα Od.10.235, πάντα τὰ κρέα Hdt.4.26, αἷμα δακρύοισι Tim.4.3
en v. med. mezclarse, entremezclarse abs. ταχέως δ' ἀναμίσγεται ἄτη Sol.1.13, c. dat. ὕδωρ δ' ἀναμίσγεται ὕλῃ Thgn.961, λιταῖς ἀπειλαί Gorg.B 27, γέλως λύπῃ Call.Fr.24.3
fig. relacionarse socialmente πολλαὶ ... οὐκ ἀξιεύμεναι ἀναμίσγεσθαι τῇσι ἄλλῃσι Hdt.1.199.

Greek Monolingual

ἀναμίσγω (Α)
ποιητ. και ιων. τ. του ἀναμιγνύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + μίσγω (< μίκσκω < μίγ-σκω) «αναμειγνύω»].

Greek Monotonic

ἀναμίσγω: ποιητ. και Ιων. αντί ἀναμίγνυμι, μόνο στον ενεστ. και παρατ., ανακατεύω ένα πράγμα με κάτι άλλο, τί τινι, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., αναμειγνύομαι, έρχομαι σε επαφή, επικοινωνία, τινι, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναμίσγω: Hom., Her., поэт. ἀμμίσγω Emped. = ἀναμίγνυμι.