ἀναμάξευτος: Difference between revisions
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anamakseftos | |Transliteration C=anamakseftos | ||
|Beta Code=a)nama/ceutos | |Beta Code=a)nama/ceutos | ||
|Definition=ον, | |Definition=ον, [[impassable for wagons]], <span class="bibl">Hdt.2.108</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:12, 24 August 2022
English (LSJ)
ον, impassable for wagons, Hdt.2.108.
German (Pape)
[Seite 197] γῆ, nicht mit Frachtwagen zu befahren, Her. 2, 108.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμάξευτος: -ον, τόπος ἀδιάβατος εἰς ἁμάξας, ὃν δὲν δύνανται νὰ διέλθωσιν ἅμαξαι, Ἡρόδ. 2. 108.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
impraticable aux voitures.
Étymologie: ἀ, ἁμαξεύω.
Spanish (DGE)
-ον intransitable para carros πεδιάς Hdt.2.108.
Greek Monolingual
ἀναμάξευτος, -ον (Α) ἁμαξεύω
(για τόπο) αυτός, από τον οποίο δεν μπορούν να περάσουν άμαξες, ο αδιάβατος.
Greek Monotonic
ἀναμάξευτος: -ον (ἁμαξεύω), αυτός που δεν μπορούν να τον διαβούν άμαξες, αδιάβατος, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναμάξευτος: непроезжий (sc. χώρα Her.).
Middle Liddell
ἁμαξεύω
impassable for wagons, Hdt.