Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταγώγιο: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[καταγώγιον]], Α και καταγωγεῑον, Μ και καταγώγι)<br /><b>νεοελλ.</b><br />κακόφημο [[κέντρο]] ή [[κατάστημα]] όπου συχνάζει [[υπόκοσμος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καταφύγιο]] («καὶ τελεωτέρας ἀρετῆς [[καταγώγιον]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κατάλυμα]], [[πανδοχείο]] («ᾠκοδόμησαν πρὸς τῷ Ἡραίῳ [[καταγώγιον]] διακοσίων ποδῶν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το επί [[πλέον]] [[αντίτιμο]] της μεταφοράς αντικειμένων, το [[καταγώγιμον]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ καταγώγια</i><br />[[γιορτή]] που σχετιζόταν με την «επάνοδο» μιας θεότητας στον [[τόπο]] «καταγωγής».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[αγώγιον]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγώγιον]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀγωγός]]), [[πρβλ]]. [[αναγώγιον]], [[εξαγώγιον]]].
|mltxt=το (AM [[καταγώγιον]], Α και καταγωγεῖον, Μ και καταγώγι)<br /><b>νεοελλ.</b><br />κακόφημο [[κέντρο]] ή [[κατάστημα]] όπου συχνάζει [[υπόκοσμος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καταφύγιο]] («καὶ τελεωτέρας ἀρετῆς [[καταγώγιον]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κατάλυμα]], [[πανδοχείο]] («ᾠκοδόμησαν πρὸς τῷ Ἡραίῳ [[καταγώγιον]] διακοσίων ποδῶν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το επί [[πλέον]] [[αντίτιμο]] της μεταφοράς αντικειμένων, το [[καταγώγιμον]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ καταγώγια</i><br />[[γιορτή]] που σχετιζόταν με την «επάνοδο» μιας θεότητας στον [[τόπο]] «καταγωγής».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[αγώγιον]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγώγιον]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀγωγός]]), [[πρβλ]]. [[αναγώγιον]], [[εξαγώγιον]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:21, 24 August 2022

Greek Monolingual

το (AM καταγώγιον, Α και καταγωγεῖον, Μ και καταγώγι)
νεοελλ.
κακόφημο κέντρο ή κατάστημα όπου συχνάζει υπόκοσμος
μσν.
καταφύγιο («καὶ τελεωτέρας ἀρετῆς καταγώγιον»)
μσν.-αρχ.
κατάλυμα, πανδοχείο («ᾠκοδόμησαν πρὸς τῷ Ἡραίῳ καταγώγιον διακοσίων ποδῶν», Θουκ.)
αρχ.
1. το επί πλέον αντίτιμο της μεταφοράς αντικειμένων, το καταγώγιμον
2. στον πληθ. τὰ καταγώγια
γιορτή που σχετιζόταν με την «επάνοδο» μιας θεότητας στον τόπο «καταγωγής».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -αγώγιον (< ἀγώγιον < ἀγωγός), πρβλ. αναγώγιον, εξαγώγιον].