Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταγώγιο: Difference between revisions

From LSJ

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[καταγώγιον]], Α και καταγωγεῑον, Μ και καταγώγι)<br /><b>νεοελλ.</b><br />κακόφημο [[κέντρο]] ή [[κατάστημα]] όπου συχνάζει [[υπόκοσμος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καταφύγιο]] («καὶ τελεωτέρας ἀρετῆς [[καταγώγιον]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κατάλυμα]], [[πανδοχείο]] («ᾠκοδόμησαν πρὸς τῷ Ἡραίῳ [[καταγώγιον]] διακοσίων ποδῶν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το επί [[πλέον]] [[αντίτιμο]] της μεταφοράς αντικειμένων, το [[καταγώγιμον]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ καταγώγια</i><br />[[γιορτή]] που σχετιζόταν με την «επάνοδο» μιας θεότητας στον [[τόπο]] «καταγωγής».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[αγώγιον]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγώγιον]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀγωγός]]), [[πρβλ]]. <i>αν</i>-[[αγώγιον]], <i>εξ</i>-[[αγώγιον]]].
|mltxt=το (AM [[καταγώγιον]], Α και καταγωγεῖον, Μ και καταγώγι)<br /><b>νεοελλ.</b><br />κακόφημο [[κέντρο]] ή [[κατάστημα]] όπου συχνάζει [[υπόκοσμος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καταφύγιο]] («καὶ τελεωτέρας ἀρετῆς [[καταγώγιον]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κατάλυμα]], [[πανδοχείο]] («ᾠκοδόμησαν πρὸς τῷ Ἡραίῳ [[καταγώγιον]] διακοσίων ποδῶν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το επί [[πλέον]] [[αντίτιμο]] της μεταφοράς αντικειμένων, το [[καταγώγιμον]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ καταγώγια</i><br />[[γιορτή]] που σχετιζόταν με την «επάνοδο» μιας θεότητας στον [[τόπο]] «καταγωγής».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[αγώγιον]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγώγιον]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀγωγός]]), [[πρβλ]]. [[αναγώγιον]], [[εξαγώγιον]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:21, 24 August 2022

Greek Monolingual

το (AM καταγώγιον, Α και καταγωγεῖον, Μ και καταγώγι)
νεοελλ.
κακόφημο κέντρο ή κατάστημα όπου συχνάζει υπόκοσμος
μσν.
καταφύγιο («καὶ τελεωτέρας ἀρετῆς καταγώγιον»)
μσν.-αρχ.
κατάλυμα, πανδοχείο («ᾠκοδόμησαν πρὸς τῷ Ἡραίῳ καταγώγιον διακοσίων ποδῶν», Θουκ.)
αρχ.
1. το επί πλέον αντίτιμο της μεταφοράς αντικειμένων, το καταγώγιμον
2. στον πληθ. τὰ καταγώγια
γιορτή που σχετιζόταν με την «επάνοδο» μιας θεότητας στον τόπο «καταγωγής».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -αγώγιον (< ἀγώγιον < ἀγωγός), πρβλ. αναγώγιον, εξαγώγιον].