Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μετακεράννυμι: Difference between revisions

From LSJ

Φιλόπονος ἴσθι καὶ βίον κτήσῃ καλόν → Si non laboris te piget, vives bene → Sei arbeitsam, dann hast du reichlich Lebensgut

Menander, Monostichoi, 527
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μετακεράννυμι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αναμιγνύω]] χύνοντας [[υγρό]] από ένα [[δοχείο]] σε [[άλλο]] («εἰς καθαρὸν ἀγγεῑον ἐκ ῥυπαροῦ μετακεράσαντες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μεταβάλλω]] τη [[φύση]] κάποιου («μετακεράννυσί σφισιν ἐκ τοῦ θανατώδους εἰς τὸ ἠπιώτερον ὁ ἰός», <b>Παυσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κεράννυμι]] «[[αναμιγνύω]]»].
|mltxt=[[μετακεράννυμι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[αναμιγνύω]] χύνοντας [[υγρό]] από ένα [[δοχείο]] σε [[άλλο]] («εἰς καθαρὸν ἀγγεῖον ἐκ ῥυπαροῦ μετακεράσαντες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μεταβάλλω]] τη [[φύση]] κάποιου («μετακεράννυσί σφισιν ἐκ τοῦ θανατώδους εἰς τὸ ἠπιώτερον ὁ ἰός», <b>Παυσ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κεράννυμι]] «[[αναμιγνύω]]»].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μετακεράννῡμι:''' [[размешивать переливая]] (εἰς καθαρὸν [[ἀγγεῖον]] ἐκ ῥυπαροῦ Plut.).
|elrutext='''μετακεράννῡμι:''' [[размешивать переливая]] (εἰς καθαρὸν [[ἀγγεῖον]] ἐκ ῥυπαροῦ Plut.).
}}
}}

Revision as of 10:22, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετακεράννυμι Medium diacritics: μετακεράννυμι Low diacritics: μετακεράννυμι Capitals: ΜΕΤΑΚΕΡΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: metakeránnymi Transliteration B: metakerannymi Transliteration C: metakerannymi Beta Code: metakera/nnumi

English (LSJ)

A mix by pouring from one vessel into another, ἐκ τοῦ κυρτιδίου εἰς τὸν λουτῆρα v.l. for μετεράσας in Dsc.1.52, as also in Plu.2.801c. II change one's nature, ἐκ τοῦ θανατώδους ἐς τὸ ἠπιώτερον Paus.9.28.4.

German (Pape)

[Seite 147] (s. κεράννυμι), ummischen, anders mischen, aus einem Gefäß in das andere hineinmischen, εἰς καθαρὸν ἀγγεῖον ἐκ ῥυπαροῦ μετακεράσαντες, Plut. reip. ger. praec. 4; verwandeln, Paus. 9, 28, 4.

Greek (Liddell-Scott)

μετακεράννυμι: [ᾰ], ἀναμιγνύω ἐγχέων ἐξ ἑνὸς ἀγγείου εἰς ἕτερον, ἐκ τοῦ κυρτιδίου εἰς τὸν λουτῆρα Διοσκ. 1. 63. - παρὰ Πλουτ. 2. 801C, διάφ. γραφ. ἀντὶ μετεράσαντες. ΙΙ. παρὰ Παυσ. 9. 28, 4, μεταβάλλομαι, μετακεράννυσί σφίσιν ἐκ τοῦ θανατώδους εἰς τὸ ἠπιώτερον ὁ ἰός.

French (Bailly abrégé)

mélanger en versant d'un vase dans un autre.
Étymologie: μετά, κεράννυμι.

Greek Monolingual

μετακεράννυμι (Α)
1. αναμιγνύω χύνοντας υγρό από ένα δοχείο σε άλλο («εἰς καθαρὸν ἀγγεῖον ἐκ ῥυπαροῦ μετακεράσαντες», Πλούτ.)
2. μεταβάλλω τη φύση κάποιου («μετακεράννυσί σφισιν ἐκ τοῦ θανατώδους εἰς τὸ ἠπιώτερον ὁ ἰός», Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + κεράννυμι «αναμιγνύω»].

Russian (Dvoretsky)

μετακεράννῡμι: размешивать переливая (εἰς καθαρὸν ἀγγεῖον ἐκ ῥυπαροῦ Plut.).