φορείο: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)

Source
(45)
 
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / φορεῑον, ΝΜΑ, και [[φόριον]] Α [[φορεύς]]<br />[[είδος]] φορητού καθίσματος ή κρεβατιού με το οποίο μεταφέρεται [[κάτι]] ή [[κάποιος]] από άλλους (α. «[[μετά]] το [[ατύχημα]] μεταφέρθηκε με [[φορείο]] στο [[νοσοκομείο]]» β. «ὅν χωλὸν [[ὄντα]] καὶ φορείῳ... προσκομιζόμενον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διάταξη]] ή [[σύστημα]] [[πάνω]] στο οποίο εδράζεται ή κινείται μια [[κατασκευή]] (α. «[[φορείο]] αεροπλάνου» β. «[[φορείο]] μηχανήματος»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρετρο]]<br /><b>2.</b> ζώο για [[μεταφορά]] φορτίων, [[υποζύγιο]]<br /><b>3.</b> [[αμοιβή]] ατόμου για τη [[μεταφορά]] φορτίου, [[κόμιστρο]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> το ανθρώπινο [[σώμα]] («[[σῶμα]] φορεῑον ἀθανασίας», Γρηγ. Νύσσ.).
|mltxt=το / φορεῖον, ΝΜΑ, και [[φόριον]] Α [[φορεύς]]<br />[[είδος]] φορητού καθίσματος ή κρεβατιού με το οποίο μεταφέρεται [[κάτι]] ή [[κάποιος]] από άλλους (α. «[[μετά]] το [[ατύχημα]] μεταφέρθηκε με [[φορείο]] στο [[νοσοκομείο]]» β. «ὅν χωλὸν [[ὄντα]] καὶ φορείῳ... προσκομιζόμενον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διάταξη]] ή [[σύστημα]] [[πάνω]] στο οποίο εδράζεται ή κινείται μια [[κατασκευή]] (α. «[[φορείο]] αεροπλάνου» β. «[[φορείο]] μηχανήματος»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρετρο]]<br /><b>2.</b> ζώο για [[μεταφορά]] φορτίων, [[υποζύγιο]]<br /><b>3.</b> [[αμοιβή]] ατόμου για τη [[μεταφορά]] φορτίου, [[κόμιστρο]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> το ανθρώπινο [[σώμα]] («[[σῶμα]] φορεῖον ἀθανασίας», Γρηγ. Νύσσ.).
}}
}}

Latest revision as of 10:22, 24 August 2022

Greek Monolingual

το / φορεῖον, ΝΜΑ, και φόριον Α φορεύς
είδος φορητού καθίσματος ή κρεβατιού με το οποίο μεταφέρεται κάτι ή κάποιος από άλλους (α. «μετά το ατύχημα μεταφέρθηκε με φορείο στο νοσοκομείο» β. «ὅν χωλὸν ὄντα καὶ φορείῳ... προσκομιζόμενον», Πλούτ.)
νεοελλ.
διάταξη ή σύστημα πάνω στο οποίο εδράζεται ή κινείται μια κατασκευή (α. «φορείο αεροπλάνου» β. «φορείο μηχανήματος»)
αρχ.
1. φέρετρο
2. ζώο για μεταφορά φορτίων, υποζύγιο
3. αμοιβή ατόμου για τη μεταφορά φορτίου, κόμιστρο
4. μτφ. το ανθρώπινο σώμασῶμα φορεῖον ἀθανασίας», Γρηγ. Νύσσ.).