παστοφόριον: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και παστοφορεῑον, τὸ, ΜΑ [[παστοφόρος]]<br /><b>1.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>τὰ παστοφόρια</i> ή <i>παστοφορεῑα</i><br />[[πλάγια]] διαμερίσματα τών παλαιοχριστιανικών βασιλικών ή και τών βυζαντινών ναών αργότερα, τα οποία [[κατά]] κανόνα πλαισίωναν την [[αψίδα]] του Ιερού Βήματος και τα οποία χρησίμευαν για τη [[φύλαξη]] τών ιερών σκευών του ναού, τών αμφίων, τών προσφορών, της Θείας Κοινωνίας που προοριζόταν για τους ασθενείς και ετοιμοθάνατους κ.λπ., αλλ. παραβήματα<br /><b>2.</b> (στην αρχ. Αίγυπτο) [[οίκημα]] στο οποίο διέμεναν οι παστοφόροι<br /><b>3.</b> [[θάλαμος]] ιερέα στον ιουδαϊκό ναό της Ιερουσαλήμ.
|mltxt=και παστοφορεῖον, τὸ, ΜΑ [[παστοφόρος]]<br /><b>1.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>τὰ παστοφόρια</i> ή <i>παστοφορεῑα</i><br />[[πλάγια]] διαμερίσματα τών παλαιοχριστιανικών βασιλικών ή και τών βυζαντινών ναών αργότερα, τα οποία [[κατά]] κανόνα πλαισίωναν την [[αψίδα]] του Ιερού Βήματος και τα οποία χρησίμευαν για τη [[φύλαξη]] τών ιερών σκευών του ναού, τών αμφίων, τών προσφορών, της Θείας Κοινωνίας που προοριζόταν για τους ασθενείς και ετοιμοθάνατους κ.λπ., αλλ. παραβήματα<br /><b>2.</b> (στην αρχ. Αίγυπτο) [[οίκημα]] στο οποίο διέμεναν οι παστοφόροι<br /><b>3.</b> [[θάλαμος]] ιερέα στον ιουδαϊκό ναό της Ιερουσαλήμ.
}}
}}

Revision as of 10:23, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παστοφόριον Medium diacritics: παστοφόριον Low diacritics: παστοφόριον Capitals: ΠΑΣΤΟΦΟΡΙΟΝ
Transliteration A: pastophórion Transliteration B: pastophorion Transliteration C: pastoforion Beta Code: pastofo/rion

English (LSJ)

( παστοφορ-εῖον Phot. . Cyr.), τό, chamber assigned to παστοφόροι, PPetr.2p.1 (iii B.C.), UPZ119.25, al. (ii B.C.), SIG977a(Delos, ii B.C.), Hsch.; used of the priest's chamber in the temple at Jerusalem, LXX Je.42(35).4, J.BJ4.9.12 (pl.).

German (Pape)

[Seite 532] τό, was vom παστοφόρος getragen wird, VLL. – Eine Zelle im Tempel, bes. in Jerusalem, LXX u. Ios.

Greek (Liddell-Scott)

παστοφόριον: τό, = ταμεῖον, σκευοφυλάκιον, Ἑβδ. (Α΄ Παραλειπ. Θ΄, 26, Α΄ Ἔσδρ. Η΄, 58, Ἡσ. ΚΒ’, 15, κλ.).

Greek Monolingual

και παστοφορεῖον, τὸ, ΜΑ παστοφόρος
1. συν. στον πληθ. τὰ παστοφόρια ή παστοφορεῑα
πλάγια διαμερίσματα τών παλαιοχριστιανικών βασιλικών ή και τών βυζαντινών ναών αργότερα, τα οποία κατά κανόνα πλαισίωναν την αψίδα του Ιερού Βήματος και τα οποία χρησίμευαν για τη φύλαξη τών ιερών σκευών του ναού, τών αμφίων, τών προσφορών, της Θείας Κοινωνίας που προοριζόταν για τους ασθενείς και ετοιμοθάνατους κ.λπ., αλλ. παραβήματα
2. (στην αρχ. Αίγυπτο) οίκημα στο οποίο διέμεναν οι παστοφόροι
3. θάλαμος ιερέα στον ιουδαϊκό ναό της Ιερουσαλήμ.