Μεγαρεύς: Difference between revisions

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
m (Text replacement - "prov." to "prov.")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Megareys
|Transliteration C=Megareys
|Beta Code=&#42;megareu/s
|Beta Code=&#42;megareu/s
|Definition=έως, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[citizen of Megara]], <span class="bibl">Thgn.23</span>, etc.: pl. <b class="b3">Μεγαρέες, -εῖς, -ῆς</b>, <span class="bibl">Hdt.1.59</span>, etc.: [[proverb|prov.]], <b class="b3">Μεγαρέων δάκρυα</b> 'crocodile's tears' (because of the quantity of onions grown near Megara), <span class="bibl">Zen.5.8</span>.</span>
|Definition=έως, ὁ, [[citizen of Megara]], <span class="bibl">Thgn.23</span>, etc.: pl. <b class="b3">Μεγαρέες, -εῖς, -ῆς</b>, <span class="bibl">Hdt.1.59</span>, etc.: [[proverb|prov.]], <b class="b3">Μεγαρέων δάκρυα</b> 'crocodile's tears' (because of the quantity of onions grown near Megara), <span class="bibl">Zen.5.8</span>.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 10:30, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μεγᾰρεύς Medium diacritics: Μεγαρεύς Low diacritics: Μεγαρεύς Capitals: ΜΕΓΑΡΕΥΣ
Transliteration A: Megareús Transliteration B: Megareus Transliteration C: Megareys Beta Code: *megareu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, citizen of Megara, Thgn.23, etc.: pl. Μεγαρέες, -εῖς, -ῆς, Hdt.1.59, etc.: prov., Μεγαρέων δάκρυα 'crocodile's tears' (because of the quantity of onions grown near Megara), Zen.5.8.

Greek (Liddell-Scott)

Μεγᾰρεύς: έως, ὁ, πολίτηςκάτοικος τῶν Μεγάρων, Θέογν. 23, κτλ.· πλ. Μεγαρεῖς ἢ -ῆς, Ἡρόδ., παροιμ., Μεγαρέων δάκρυα, «κροκοδείλου δάκρυα», (ἕνεκα τῆς ἀφθονίας κρομμύων φυομένων παρὰ τὰ Μέγαρα), Παροιμιογρ.· Μεγαρεῖς δὲ φεῦγε πάντας· εἰσὶ γὰρ πικροὶ Ἀνθολ. Παλ. 11. 440.

French (Bailly abrégé)

έως;
adj. m.
de Mégare, Mégarien.
Étymologie: Μέγαρα.

Greek Monolingual

ο, θηλ. Μεγαρίς και Μεγαρίδα (Α Μεγαρεύς, θηλ. Μεγαρίς) Μέγαρα
1. ο κάτοικος τών Μεγάρων ή αυτός που κατάγεται από τα Μέγαρα
αρχ.
παροιμ. «Μεγαρέων δάκρυα» — ψεύτικα δάκρυα, κροκοδείλια δάκρυα.

Greek Monotonic

Μεγᾰρεύς: -έως, ὁ, πολίτης των Μεγάρων, πληθ. Μεγαρεῖς ή -ῆς, σε Ηρόδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

Μεγᾰρεύς: έως ὁ (pl. Μεγαρεῖς, Μεγαρῆς, эп.-ион. Μεγαρέες, Μεγαρῆες и Μεγαρῇς) житель или уроженец Мегары Her., Xen., Thuc. etc.
έως ὁ Мегарей (сын Креонта) Aesch., Soph.

Middle Liddell

Μεγᾰρεύς, έως, [from Μέγαράδε
a citizen of Megara, pl. Μεγαρεῖς or -ῆς, Hdt., etc.