οἰοβουκόλος: Difference between revisions
From LSJ
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
m (Text replacement - "ποῑ" to "ποῖ") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oiovoukolos | |Transliteration C=oiovoukolos | ||
|Beta Code=oi)obouko/los | |Beta Code=oi)obouko/los | ||
|Definition=ον, | |Definition=ον, [[herdsman of one heifer]], i.e. of <span class="bibl">10</span>, <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>304</span>. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 10:39, 24 August 2022
English (LSJ)
ον, herdsman of one heifer, i.e. of 10, A.Supp.304.
Greek (Liddell-Scott)
οἰοβουκόλος: -ον, ὁ μιᾶς δαμάλεως βουκόλος, δηλ. τῆς Ἰοῦς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 304.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fait paître les brebis ou aux pâtres solitaires.
Étymologie: οἶς, βουκόλος ou οἶος, βουκόλος.
Greek Monolingual
οἰοβουκόλος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) (για τον Αργό που είχε την εντολή να φυλάει την Ιώ) αυτός που βόσκει μία μόνο νεαρή αγελάδα («ποῖον πανόπτην οἰοβουκόλον λέγεις;», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + βουκόλος «βοσκός»].
Russian (Dvoretsky)
οἰοβουκόλος: пасущий одну лишь телицу, т. е. Ἰώ (Ἄργος Aesch.).