ἱερογλυφικός: Difference between revisions

From LSJ

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ieroglyfikos
|Transliteration C=ieroglyfikos
|Beta Code=i(eroglufiko/s
|Beta Code=i(eroglufiko/s
|Definition= ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[hieroglyphic]]: [[ἱερογλυφικά]], with or without [[γράμματα]], [[τά]], <span class="bibl">D.S.3.4</span>, Plu.2.354f, Ps.-Luc.<span class="title">Philopatr.</span>21, <span class="bibl">Dam.<span class="title">Isid.</span>98</span>, etc. Adv. -κῶς <span class="title">PMag.Leid.V.</span>8.29:</span>
|Definition= ή, όν, [[hieroglyphic]]: [[ἱερογλυφικά]], with or without [[γράμματα]], [[τά]], <span class="bibl">D.S.3.4</span>, Plu.2.354f, Ps.-Luc.<span class="title">Philopatr.</span>21, <span class="bibl">Dam.<span class="title">Isid.</span>98</span>, etc. Adv. -κῶς <span class="title">PMag.Leid.V.</span>8.29:
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 10:55, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱερογλῠφικός Medium diacritics: ἱερογλυφικός Low diacritics: ιερογλυφικός Capitals: ΙΕΡΟΓΛΥΦΙΚΟΣ
Transliteration A: hieroglyphikós Transliteration B: hieroglyphikos Transliteration C: ieroglyfikos Beta Code: i(eroglufiko/s

English (LSJ)

ή, όν, hieroglyphic: ἱερογλυφικά, with or without γράμματα, τά, D.S.3.4, Plu.2.354f, Ps.-Luc.Philopatr.21, Dam.Isid.98, etc. Adv. -κῶς PMag.Leid.V.8.29:

Greek (Liddell-Scott)

ἱερογλῠφικός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν· ἱερογλυφικὰ (δηλ. γράμματα), τά, τὰ παρ’ Αἰγυπτίοις διὰ παντοίων σημείων γραφόμενα γράμματα ἐπὶ ὀβελίσκων καὶ ἄλλων μνημείων, Πλούτ. 2. 354F, Λουκ. Φιλοπ. 21, πρβλ. Ἑρμότ. 44, κτλ.· ταῦτα μετεγράφοντο ἐπὶ παπύρων δι’ ἄλλων χαρακτήρων (τῶν ἱερατικῶν), Κλήμ. Ἁλ. 657· καὶ ταῦτα πάλιν ἁπλοποιούμενα μετεβάλλοντο εἰς τὰ δημοτικὰ (Ἡρόδ. 2. 36), ἅπερ ὁ Πορφ. ἐν Βίῳ Πυθ. § 12 καλεῖ ἐπιστολογραφικά, καὶ ὁ Κλήμ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἡ ἐπ. μέθοδος· ἴδε Müller Archäol. d. Kunst. § 216: - τὰ ἱερὰ γράμματα τοῦ Ἡροδ. πιθαν. περιελάμβανον τά τε ἱερογλυφικὰ καὶ τὰ ἱερατικά.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
hiéroglyphique ; τὰ ἱερογλυφικά (γράμματα) hiéroglyphes, caractères de l’écriture sacrée des prêtres égyptiens.
Étymologie: ἱερός, γλύπτω.

Spanish

en jeroglífico

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ιερογλυφικός, -ή, όν) ιερογλύφος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ιερογλύφο, αυτός που αναπαριστάνεται με συμβολικές εικόνες («ιερογλυφική γραφή»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιερογλυφικά (ενν. γράμματα)
τα συμβολικά σημεία της εικονικής γραφής τών αρχαίων Αιγυπτίων
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) δυσανάγνωστα ή δυσνόητα κείμενα ή γράμματα.
επίρρ...
ιερογλυφικώς και -ά (Α ἱερογλυφικῶς)
με ιερογλυφικό τρόπο.

Greek Monotonic

ἱερογλῠφικός: -ή, -όν, ιερογλυφικός· ἱερογλυφικά (ενν. γράμματα), τά, τρόπος γραφής πάνω σε μνημεία τον οποίο χρησιμοποιούσαν οι Αιγύπτιοι ιερείς, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἱερογλῠφικός: иероглифический (γράμματα Luc.).

Middle Liddell

ἱερογλῠφικός, ή, όν
hieroglyphic; ἱερογλυφικά (sc. γράμματἀ, τά, a way of writing on monuments used by the Egyptian priests, Luc.