ἱππευτής: Difference between revisions
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
m (Text replacement - " as Adj." to " as adjective") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ippeftis | |Transliteration C=ippeftis | ||
|Beta Code=i(ppeuth/s | |Beta Code=i(ppeuth/s | ||
|Definition=οῦ, ὁ, | |Definition=οῦ, ὁ, [[rider]], [[horseman]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>9.123</span>: as adjective, Τρῶες <span class="bibl">B.12.160</span>; στρατός <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>408</span> (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 10:55, 24 August 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, rider, horseman, Pi.P.9.123: as adjective, Τρῶες B.12.160; στρατός E.HF408 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἱππευτής: -οῦ, ὁ ἱππεύς, ἔφιππος, Πινδ. Π. 9. 217· ἱππευτὴς στρατὸς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 408.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 qui va à cheval;
2 cavalier.
Étymologie: ἱππεύω.
Greek Monolingual
ἱππευτής, ὁ (Α)
ιππεύω
1. αυτός που ιππεύει, ιππέας, έφιππος
2. ως επίθ. ιππικός, ικανός στην ίππευση και στην ιππομαχία (α. «ἱππευταὶ Τρῶες», Βακχ. β. «ἱππευτὴς στρατός», Ευρ.).
Greek Monotonic
ἱππευτής: -οῦ, ὁ, ιππέας, έφιππος, καβαλάρης, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἱππευτής: дор. ἱππευτάς, οῦ (ᾱ) adj. m ездящий верхом, конный (Νομάδες Pind.; στρατός Eur.).
Middle Liddell
ἱππευτής, οῦ,
a rider, horseman, Eur. [from ἱππεύω