ὀκταπλάσιος: Difference between revisions
ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oktaplasios | |Transliteration C=oktaplasios | ||
|Beta Code=o)ktapla/sios | |Beta Code=o)ktapla/sios | ||
|Definition=[πλᾰ], α, ον, | |Definition=[πλᾰ], α, ον, [[eightfold]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>70</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span> 35c</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:55, 24 August 2022
English (LSJ)
[πλᾰ], α, ον, eightfold, Ar.Eq.70, Pl.Ti. 35c.
German (Pape)
[Seite 317] achtfach; Ar. Equ. 70; ὀκταπλασίαν μοῖραν, Plat. Tim. 35 c; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκταπλάσιος: -α, -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ ὀκτάκις μεγαλείτερος ἢ περισσότερος, Λατ. octuplus, Ἀριστοφ. Ἱππ. 70, Πλάτ. Τίμ. 35C.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
huit fois aussi grand.
Étymologie: ὀκτώ, -πλάσιος.
Greek Monolingual
και οχταπλάσιος, -α, -ο (Α ὀκταπλάσιος, -ία, -ον)
αυτός που είναι οκτώ φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος.
επίρρ...
οκταπλασίως και οκταπλάσια και οχταπλάσια (Α ὀκταπλασίως)
κατά οκτώ φορές περισσότερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + -πλάσιος].
Greek Monotonic
ὀκτᾰπλάσιος: [ᾰ], -α, -ον, οκτώ φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος, Λατ. octuplus, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὀκταπλάσιος: (λᾰ) в восемь раз больший, восьмикратный Plat., Arph., Plut.