ὀμιχλώδης: Difference between revisions
From LSJ
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=omichlodis | |Transliteration C=omichlodis | ||
|Beta Code=o)mixlw/dhs | |Beta Code=o)mixlw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=v. [[ὀμιχλοειδής]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 10:56, 24 August 2022
English (LSJ)
v. ὀμιχλοειδής.
Greek (Liddell-Scott)
ὀμιχλώδης: -ες, = ὀμιχλοειδής, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
-ες (Α ὀμιχλώδης και ὁμιχλώδης, -ῶδες) ομίχλη
γεμάτος ομίχλη («οὔσης δὲ τῆς ἡμέρας ὀμιχλώδους διαφερόντως», Πολ.)
νεοελλ.
φρ. «ομιχλώδης έρημος»
γεωλ. περιοχή της χέρσου που καλύπτεται από ομίχλη κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια του έτους αλλά δέχεται ελάχιστες ή καθόλου βροχοπτώσεις.