ἑρπηστής: Difference between revisions

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μῡς" to "μῦς")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἑρπηστής]]) [[έρπω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γένος]] σαρκοφάγων θηλαστικών της οικογένειας τών βιβεριδών, μαγκούστα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[ερπετό]]<br /><b>2.</b> «[[ἑρπηστής]] μῡς» — το [[ποντίκι]]<br /><b>3.</b> νηματόζωο της Μεδίνης<br /><b>4.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που έρπει.
|mltxt=ο (Α [[ἑρπηστής]]) [[έρπω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γένος]] σαρκοφάγων θηλαστικών της οικογένειας τών βιβεριδών, μαγκούστα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[ερπετό]]<br /><b>2.</b> «[[ἑρπηστής]] μῦς» — το [[ποντίκι]]<br /><b>3.</b> νηματόζωο της Μεδίνης<br /><b>4.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που έρπει.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:12, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑρπηστής Medium diacritics: ἑρπηστής Low diacritics: ερπηστής Capitals: ΕΡΠΗΣΤΗΣ
Transliteration A: herpēstḗs Transliteration B: herpēstēs Transliteration C: erpistis Beta Code: e(rphsth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,=ἑρπετόν, Nic.Th.9, etc.; of a mouse, AP9.86 (Antiphil.). b guinea-worm, Hippiatr.58. 2 Adj. creeping, ἑρπηστὴν πόδα, κισσέ, χορεύσας AP11.33 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1034] ὁ, der Kriecher, = ἑρπετόν, kriechendes Thier, Nic. Th. 9. 206. 897; so nennt Antiphil. 22 (IX, 86) die Maus; adj. kriechend, πούς, von Epheu, der sich rankt, Philp. 45 (XI, 33). Vgl. ἑρπυστής.

Greek (Liddell-Scott)

ἑρπηστής: -οῦ, ὁ, = ἑρπετόν, Νικ. Θ. 9, κτλ.· ἐπὶ μυός, Ἀνθ. Π. 9. 86. 3) ἐπιθ., ὁ ἕρπων, ἑρπηστὴν πόδα, κισσέ, χορεύσας αὐτόθι 11. 33.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
qui rampe ; subst.ἑρπηστής reptile.
Étymologie: ἕρπω.

Greek Monolingual

ο (Α ἑρπηστής) έρπω
νεοελλ.
γένος σαρκοφάγων θηλαστικών της οικογένειας τών βιβεριδών, μαγκούστα
αρχ.
1. το ερπετό
2. «ἑρπηστής μῦς» — το ποντίκι
3. νηματόζωο της Μεδίνης
4. ως επίθ. αυτός που έρπει.

Greek Monotonic

ἑρπηστής: -οῦ, ὁ, = ἑρπετόν, λέγεται για ποντίκι, σε Ανθ.
2. επίθ., συρόμενος με την κοιλιά, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἑρπηστής: οῦ adj. m ползучий (πούς, sc. τοῦ κισσοῦ Anth.): πάμφαγος ἑ. Anth. = μῦς.

Middle Liddell

ἑρπηστής, οῦ,
1. = ἑρπετόν, of a mouse, Anth.
2. adj. creeping, Anth.