νόσανσις: Difference between revisions
From LSJ
Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' εως ἡ) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''νόσανσις:''' εως ἡ заболевание Arst. | |elrutext='''νόσανσις:''' εως ἡ [[заболевание]] Arst. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:50, 2 September 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, (as if from *νοσαίνω) falling sick, opp. ὑγίανσις, Arist.Ph.230a22, Plot.6.3.22 and 23; v.l. for νόσωσις, Arist. Ph.229a26.
German (Pape)
[Seite 263] ἡ, das Erkranken, Krankwerden, Ggstz ὑγίανσις, Arist. phys. ausc. 5, 5. (Das Verbum νοσαίνω kommt nicht vor.)
Greek (Liddell-Scott)
νόσανσις: ἡ, (ὡς εἰ ἐκ ῥημ. νοσαίνω) τὸ νὰ ἀσθενήσῃ τις, ἀντιθ. τῷ ὑγίανσις, Ἀριστ. Φυσ. 5. 6, 5· καὶ ὡς διάφ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ νόσωσις, αὐτόθι 5. 5, 3.
Greek Monolingual
νόσανσις, ἡ (Α)
το να ασθενεί κάποιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από ένα αμάρτυρο ρ. νοσαίνω, κατά το σχήμα υγίανσις: υγιαίνω].
Russian (Dvoretsky)
νόσανσις: εως ἡ заболевание Arst.