ὑπανάστασις: Difference between revisions

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' εως ἡ) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑπανάστᾰσις:''' εως ἡ вставание Xen., Arst.: ὑπαναστάσεις τῶν νεωτέρων παρὰ πρεσβυτέροις Plat. вставание младших в присутствии старших.
|elrutext='''ὑπανάστᾰσις:''' εως ἡ [[вставание]] Xen., Arst.: ὑπαναστάσεις τῶν νεωτέρων παρὰ πρεσβυτέροις Plat. вставание младших в присутствии старших.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑπανάστᾰσις, εως,<br />a [[rising]] up from one's [[seat]], Plat.
|mdlsjtxt=ὑπανάστᾰσις, εως,<br />a [[rising]] up from one's [[seat]], Plat.
}}
}}

Revision as of 14:50, 2 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπανάστᾰσις Medium diacritics: ὑπανάστασις Low diacritics: υπανάστασις Capitals: ΥΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ
Transliteration A: hypanástasis Transliteration B: hypanastasis Transliteration C: ypanastasis Beta Code: u(pana/stasis

English (LSJ)

εως, ἡ, rising up from one's seat, ὑπαναστάσει τιμᾶν τοὺς πρεσβυτέρους Arist.EN1165a28, cf. Phld.Hom.p.36O.: pl., Pl. R.425b, Porph.Abst.2.61: cf. ὑπανίσταμαι 2.

German (Pape)

[Seite 1182] ἡ, das Aufstehen von seinem Sitze, um einem Andern Platz zu machen; im plur., Plat. Rep. IV, 425 b; Ggstz κατάκλισις, Arist. eth. Nic. 9, 2, 9.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπᾰνάστασις: -εως, ἡ, τὸ ὑπανίστασθαι πρὸς τιμήν τινος, ὑπαναστάσει τιμᾶν τοὺς πρεσβυτέρους Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 2. 9· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Πολ. 425Β· ‒ πρβλ. ὑπανίσταμαι 2.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de se lever par déférence ou pour faire place à qqn.
Étymologie: ὑπανίσταμαι.

Greek Monolingual

-άσεως, ἡ, Α ὑπανίστημι
το να σηκώνεται κανείς από τη θέση του για να καθήσει ένας άλλος («ὑπαναστάσει τιμᾶν τοὺς πρεσβυτέρους», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

ὑπανάστᾰσις: ἡ, το να σηκώνεται κάποιος από τη θέση του, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπανάστᾰσις: εως ἡ вставание Xen., Arst.: ὑπαναστάσεις τῶν νεωτέρων παρὰ πρεσβυτέροις Plat. вставание младших в присутствии старших.

Middle Liddell

ὑπανάστᾰσις, εως,
a rising up from one's seat, Plat.