περιέλευσις: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''περιέλευσις:''' εως ἡ круговое движение, круговращение Plut. | |elrutext='''περιέλευσις:''' εως ἡ [[круговое движение]], [[круговращение]] Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:05, 2 September 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, coming or going round, dub. in Plu.2.916d(pl.), cf. περιέλασις: gloss on περίοδος, Phot., Suid.
German (Pape)
[Seite 574] ἡ, das Herumkommen, Plut. quaest. nat. 19.
Greek (Liddell-Scott)
περιέλευσις: -εως, ἡ, τὸ περιέρχεσθαι, Πλούτ. 2. 916D, Εὐστ. Πονημάτ. 203. 76, Φώτ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξ. περίοδος.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d'aller autour.
Étymologie: περιελεύσομαι, f. de περιέρχομαι.
Greek Monolingual
-εύσεως, ἡ, Α
1. το να περιέρχεται κανείς σε ένα μέρος, να μετακινείται από σημείο σε σημείο
2. η περίοδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἔλευσις (< θ. ἐλεύθ-, πρβλ. ἐλεύσομαι, μέλλ. του ἐλεύθω «έρχομαι»)].
Russian (Dvoretsky)
περιέλευσις: εως ἡ круговое движение, круговращение Plut.