Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀγάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
(6_20)
 
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγάζομαι''': ποιητ. [[ἰσοδύναμος]] [[τύπος]] τῷ [[ἄγαμαι]], = τιμῷ, [[λατρεύω]], «λοιβαῖσιν ἀγαζόμενοι πρώταν θεῶν», Πίνδ. Ν. 11, 7. - ἠγάζετο, Ὀρφ. Ἀργ. 63: - περὶ τοῦ Ὁμηρικοῦ μέλλ. ἀγάσσομαι, κτλ. ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[ἄγαμαι]]. ΙΙ. Ὁ ἐνεργ. [[τύπος]] εὕρηται παρ’ Αἰσχύλῳ Ἱκέτ. 1062· «τὰ θεῶν μηδὲν ἀγάζειν, δηλ. ἐξετάζειν. Ὁ Φώτιος ἑρμηνεύει· «[[λίαν]] ἐσπουδακέναι», ὁ Ἡσύχ. «ἀγάζειν = [[βαρέως]] φέρειν» κτλ. Ἐν τοῖς Ἀν. Βεκκ. σ. 336, 6. ὑπάρχει, «ἀγάζεις, ἀντὶ τοῦ θρασύνεις, Σοφοκλῆς».
|lstext='''ἀγάζομαι''': ποιητ. [[ἰσοδύναμος]] [[τύπος]] τῷ [[ἄγαμαι]], = τιμῷ, [[λατρεύω]], «λοιβαῖσιν ἀγαζόμενοι πρώταν θεῶν», Πίνδ. Ν. 11, 7. - ἠγάζετο, Ὀρφ. Ἀργ. 63: - περὶ τοῦ Ὁμηρικοῦ μέλλ. ἀγάσσομαι, κτλ. ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[ἄγαμαι]]. ΙΙ. Ὁ ἐνεργ. [[τύπος]] εὕρηται παρ’ Αἰσχύλῳ Ἱκέτ. 1062· «τὰ θεῶν μηδὲν ἀγάζειν, δηλ. ἐξετάζειν. Ὁ Φώτιος ἑρμηνεύει· «[[λίαν]] ἐσπουδακέναι», ὁ Ἡσύχ. «ἀγάζειν = [[βαρέως]] φέρειν» κτλ. Ἐν τοῖς Ἀν. Βεκκ. σ. 336, 6. ὑπάρχει, «ἀγάζεις, ἀντὶ τοῦ θρασύνεις, Σοφοκλῆς».
}}
{{Autenrieth
|auten=see [[ἄγαμαι]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>ᾰγάζομαι</b> [[reverence]], [[worship]] πολλὰ μὲν λοιβαῖσιν ἀγαζόμενοι πρώταν [[θεῶν]] (= Ἑστίαν), πολλὰ δὲ κνίσᾳ (N. 11.6)
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγάζομαι:''' [[почитать]], [[чтить]] (τινα Pind.).
}}
}}

Latest revision as of 11:40, 3 September 2022

Greek (Liddell-Scott)

ἀγάζομαι: ποιητ. ἰσοδύναμος τύπος τῷ ἄγαμαι, = τιμῷ, λατρεύω, «λοιβαῖσιν ἀγαζόμενοι πρώταν θεῶν», Πίνδ. Ν. 11, 7. - ἠγάζετο, Ὀρφ. Ἀργ. 63: - περὶ τοῦ Ὁμηρικοῦ μέλλ. ἀγάσσομαι, κτλ. ἴδε τὸ ῥῆμα ἄγαμαι. ΙΙ. Ὁ ἐνεργ. τύπος εὕρηται παρ’ Αἰσχύλῳ Ἱκέτ. 1062· «τὰ θεῶν μηδὲν ἀγάζειν, δηλ. ἐξετάζειν. Ὁ Φώτιος ἑρμηνεύει· «λίαν ἐσπουδακέναι», ὁ Ἡσύχ. «ἀγάζειν = βαρέως φέρειν» κτλ. Ἐν τοῖς Ἀν. Βεκκ. σ. 336, 6. ὑπάρχει, «ἀγάζεις, ἀντὶ τοῦ θρασύνεις, Σοφοκλῆς».

English (Autenrieth)

see ἄγαμαι.

English (Slater)

ᾰγάζομαι reverence, worship πολλὰ μὲν λοιβαῖσιν ἀγαζόμενοι πρώταν θεῶν (= Ἑστίαν), πολλὰ δὲ κνίσᾳ (N. 11.6)

Russian (Dvoretsky)

ἀγάζομαι: почитать, чтить (τινα Pind.).