χρύσασπις: Difference between revisions
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>χρῡσασπις | |sltr=<b>χρῡσασπις</b> [[with]] [[golden]] [[shield]] χρύσασπι Θήβα (I. 1.1) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:25, 3 September 2022
English (LSJ)
ῐδος, ὁ, ἡ, with shield of gold, Ἄρης B.19.11; Θήβα Pi.I.1.1; Παλλάς E.Ph.1372; οἱ χ., a corps in the Macedonian army, Poll.1.175.
German (Pape)
[Seite 1379] ιδος, mit goldenem Schilde; Pind. Θήβη I. 1, 1, Παλλάς Eur. Phoen. 1381, Ῥώμη Byzan. anath. 4 (IX, 697).
Greek (Liddell-Scott)
χρύσασπις: [ῡ], ιδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χρυσῆν ἀσπίδα, Θήβη Πινδ. Ι. 1. 1· Παλλὰς Εὐρ. Φοίν. 1372· οἱ χρυσάσπιδες, σῶμά τι τοῦ Μακεδονικοῦ στρατοῦ, Πολυδ. Α, 175.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ὁ, ἡ)
au bouclier d'or.
Étymologie: χρυσός, ἀσπίς.
English (Slater)
χρῡσασπις with golden shield χρύσασπι Θήβα (I. 1.1)
Greek Monolingual
-άσπιδος, ὁ, ἡ, ΜΑ
(το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ χρυσάσπιδες
σώμα ασπιδοφόρων του μακεδονικού στρατού
αρχ.
οπλισμένος με χρυσή ασπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ασπίς (< ἀσπίς, -ίδος), πρβλ. χάλκ-ασπις].
Greek Monotonic
χρύσασπις: [ῡ], -ιδος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει χρυσή ασπίδα, σε Πίνδ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
χρύσασπις: ῐδος (ῡ) adj. с золотым щитом или оружием (Θήβη Pind.; Παλλάς Eur.; Ῥώμη Anth.).
Middle Liddell
χρύ¯σ-ασπις, ιδος, ὁ, ἡ,
with shield of gold, Pind., Eur.