δημοσιώνης: Difference between revisions
ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
m (Text replacement - "(lat\. <i>)([a-zA-Zñáéíóúü\s]+)(<\/i>)" to "$1$2$3") |
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui prend à ferme les revenus de | |btext=ου (ὁ) :<br />qui prend à ferme les revenus de l'État, publicain.<br />'''Étymologie:''' [[δημόσιος]], [[ὠνέομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:05, 5 September 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, farmer of the revenue, Str.12.3.40, D.S.34.38,al., OGI629.25 (Palmyra), IG7.413 (Oropus), POxy.44.8 (i A. D.), etc.
German (Pape)
[Seite 564] ὁ, Pächter der Staatszölle, publicanus, Strab. 4, 6, 7; D. Sic.
Greek (Liddell-Scott)
δημοσιώνης: -ου, ὁ, ὁ ἐνοικιαστὴς τῶν δημοσίων προσόδων, Λατ. publicanus, Στράβ. 205· ἐντεῦθεν δημοσιωνία, ἡ, ἡ ἐνοικίασις τῶν προσόδων, Μέμν. παρὰ Φωτ. Βιβλ. 232, 233· καὶ δημοσιώνιον, τό, τὸ γραφεῖον ἢ κατάστημα τῶν ἐνοικιαστῶν τῶν προσόδων, Πλούτ. 2. 820C.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui prend à ferme les revenus de l'État, publicain.
Étymologie: δημόσιος, ὠνέομαι.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ trad. de lat. publicanus, publicano, recaudador gener. privado de impuestos públicos mediante arriendo, D.S.34.38, Str.4.6.7, 12.3.40, Memn.27.6, IG 12.Suppl.261.1 (Andros I a.C.), IPr.111.118 (I a.C.), SEG 27.1159 (Cirenaica I d.C.), IPhrygie 1.13.2 (II d.C.?), OGI 629.25 (Palmira II d.C.), SEG 35.1439.14 (Mira II d.C.), ὁ δ. ὁ τὴν τελωνείαν μισθωσάμενος SEG 39.1180.110 (Éfeso I d.C.), περὶ χώρας ἥτις ἐν ἀντιλογίᾳ ἐστὶν δημοσιώ[ναις πρὸς] Περγαμηνούς ISmyrna 589.22 (II a.C.), cf. IG 7.413.5 (Oropo I a.C.), τῶν πολέω[ν ... θλιβομένων] ὑπὸ τῶν δημοσιωνῶν IAphrodisias 1.5.2 (I a.C.), τῶν τὸ ἐγκύκλιον ἀσχολουμένων καὶ τὸ ἀγορανόμιον δημοσιωνῶν POxy.44.8 (I d.C.), δ. ξενικῆς πρακτορίας SB 7379.8 (II d.C.), δ. τέλους καταλοχισμῶν Ἀρσι(νοίτου) PTeb.357.2 (II d.C.), cf. PMich.364.1, SB 12642.1 (ambos II d.C.).
Greek Monolingual
δημοσιώνης, ο (Α)
(κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους) ο ενοικιαστής τών δημόσιων προσόδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δημόσιος + ωνούμαι «αγοράζω»].
Greek Monotonic
δημοσιώνης: -ου, ὁ (ὠνέομαι), ενοικιαστής δημοσίων προσόδων, Λατ. publicanus, σε Στράβ.
Russian (Dvoretsky)
δημοσιώνης: ου ὁ откупщик государственных доходов Diod.
Middle Liddell
ὠνέομαι
a farmer of the revenue, Lat. publicanus, Strab.