κοσκινόμαντις: Difference between revisions

From LSJ

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "l’" to "l'")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ιδος (ὁ, ἡ)<br />devin <i>ou</i> sorcière qui prédit l’avenir au moyen d'un crible.<br />'''Étymologie:''' [[κόσκινον]], [[μάντις]].
|btext=ιδος (ὁ, ἡ)<br />devin <i>ou</i> sorcière qui prédit l'avenir au moyen d'un crible.<br />'''Étymologie:''' [[κόσκινον]], [[μάντις]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:10, 5 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσκῐνόμαντις Medium diacritics: κοσκινόμαντις Low diacritics: κοσκινόμαντις Capitals: ΚΟΣΚΙΝΟΜΑΝΤΙΣ
Transliteration A: koskinómantis Transliteration B: koskinomantis Transliteration C: koskinomantis Beta Code: koskino/mantis

English (LSJ)

εως (also ιδος, Choerob. in Theod.1.200, al.), ὁ and ἡ, diviner by a sieve, Philippid. 37, Theoc.3.31, Artem.2.69.

Greek (Liddell-Scott)

κοσκῐνόμαντις: -εως, (ὡσαύτως -ιδος, Α. Β. 1193), ὁ, καὶ ἡ, ὁ διὰ κοσκίνου μαντευόμενος, Φιλιππίδ. ἐν Ἀδήλ. 15, Θεόκρ. 3. 31, πρβλ. Λουκ. Ἀλέξ. 9, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ὁ, ἡ)
devin ou sorcière qui prédit l'avenir au moyen d'un crible.
Étymologie: κόσκινον, μάντις.

Greek Monolingual

κοσκινόμαντις, -άντεως ή -άντιδος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που μαντεύει με το κόσκινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόσκινον + μάντις (πρβλ. αστρόμαντις, χειρόμαντις)].

Greek Monotonic

κοσκῐνόμαντις: -εως, ὁ και ἡ, αυτός που μαντεύει μέσω του κόσκινου, σε Θεόκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοσκινόμαντις -ιδος, ὁ en ἡ [κόσκινον, μάντις] zeeflezer, waarzegger (die zeef gebruikt).

Russian (Dvoretsky)

κοσκινόμαντις: ιδος ὁ и ἡ гадатель или гадательница, предсказывающие с помощью решета Theocr.

Middle Liddell

κοσκῐνό-μαντις, εως
a diviner by a sieve, Theocr. [from κόσκῐνον]