συνδιαγιγνώσκω: Difference between revisions

From LSJ

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "l’" to "l'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=décider avec : τινι et l’inf., avec qqn de.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διαγιγνώσκω]].
|btext=décider avec : τινι et l'inf., avec qqn de.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διαγιγνώσκω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:35, 5 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιαγιγνώσκω Medium diacritics: συνδιαγιγνώσκω Low diacritics: συνδιαγιγνώσκω Capitals: ΣΥΝΔΙΑΓΙΓΝΩΣΚΩ
Transliteration A: syndiagignṓskō Transliteration B: syndiagignōskō Transliteration C: syndiagignosko Beta Code: sundiagignw/skw

English (LSJ)

join with one in determining or decreeing, ἐμὲ... ᾧ ξυνδιέγνωτε πολεμεῖν Th.2.64, cf. D.C.43.25; distinguish at the same time, Gal.5.625, UP2.6.

German (Pape)

[Seite 1007] (s. γιγνώσκω), mit als Richter entscheiden, Thuc. 2, 64.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιαγιγνώσκω: ὁμοῦ μετά τινος ἀποφασίζω, συναποφασίζω, ἐμὲ δι’ ὀργῆς ἔχετε ᾧ καὶ αὐτοὶ ξυνδιέγνωτε πολεμεῖν Θουκ. 2. 64.

French (Bailly abrégé)

décider avec : τινι et l'inf., avec qqn de.
Étymologie: σύν, διαγιγνώσκω.

Greek Monolingual

ΜΑ
αποφασίζω από κοινού με άλλον
αρχ.
ξεχωρίζω κάτι ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διαγιγνώσκω «διακρίνω, ξεχωρίζω, αποφασίζω»].

Greek Monotonic

συνδιαγιγνώσκω: μέλ. -γνώσομαι, συμμετέχω με άλλους ως κριτής στο να αποφασιστεί ή να κατακυρωθεί κάτι, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

συνδιαγιγνώσκω: вместе выносить определение, совместно решать (τινὶ ποιεῖν τι Thuc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-διαγιγνώσκω, Att. ξυνδιαγιγνώσκω, samen (met...) besluiten om, met dat. en inf.

Middle Liddell

fut. -γνώσομαι
to join with others in determining or decreeing, Thuc.