σίλι: Difference between revisions

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sili
|Transliteration C=sili
|Beta Code=si/li
|Beta Code=si/li
|Definition=τό,= [[κροτών]], <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>15.25</span>. <span class="sense"><span class="bld">II</span> = [[σέσελι]], ib.<span class="bibl">20.36</span>, Fest. [[sub verbo|s.v.]] silatum.</span>
|Definition=τό,= [[κροτών]], <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>15.25</span>. <span class="sense"><span class="bld">II</span> = [[σέσελι]], ib.<span class="bibl">20.36</span>, Fest. [[sub verbo|s.v.]] [[silatum]].</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 07:39, 7 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σίλι Medium diacritics: σίλι Low diacritics: σίλι Capitals: ΣΙΛΙ
Transliteration A: síli Transliteration B: sili Transliteration C: sili Beta Code: si/li

English (LSJ)

τό,= κροτών, Plin.HN15.25. II = σέσελι, ib.20.36, Fest. s.v. silatum.

German (Pape)

[Seite 881] τό, = σιλλικύπριον, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

σίλι: τό, = κρότων ἢ κίκι, ὅπερ καλεῖται παρ’ Ἡροδ. 2. 94 σιλλικύπριον, τό, ἴδε Πλιν. Ν. Η. 20. 5· ὡσαύτως σέσελι.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλ. σέσελι.

Greek Monotonic

σίλι: τό, = κρότων ή κίκι, φυτό της τροπικής Ασίας, της Αφρικής και των παραμεσόγειων χωρών, από τους καρπούς του οποίου εξάγεται έλαιο που χρησιμοποιείται στη σαπωνοποιία, ως μέσο φωτισμού κ.λπ. Στον Ηρόδ. ονομάζεται σιλλικύπριον, τό.

Middle Liddell


= κρότων or κίκι, called in Hdt. σιλλικύπριον, τό.