εκρηγνύω: Difference between revisions
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
(11) |
m (Text replacement - "ἡμᾱς" to "ἡμᾶς") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM ἐκρηγνύω και [[ἐκρήγνυμι]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να σπάσει, [[σπάζω]], [[θραύω]], θρυμματίζομαι από εσωτερική [[δύναμη]] («υπάρχει [[κίνδυνος]] να εκραγεί η [[βόμβα]]»)<br /><b>2.</b> (για απροσδόκητο [[γεγονός]], για ξαφνική συναισθηματική ή ανακλαστική [[εκδήλωση]]) [[ξεσπώ]], εκρήγνυμαι («εξερράγη [[επανάσταση]]», «εξερράγη σε ύβρεις»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (το παθ.) θραύομαι<br /><b>2.</b> (μτχ. παθ. παρακμ.) <i>ἐξερρωγώς</i><br />α) [[είμαι]] [[απόκρημνος]]<br />β) διεφθαρμένος<br /><b>3.</b> εκδηλώνομαι, φανερώνομαι, [[ξεσπώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με γεν.) [[αποσπώ]], [[παρασύρω]] («[[ὕδωρ]] ἐξέρρηξεν ὁδοῑο», Ιλ. Ψ)<br /><b>2.</b> (για ρούχα) σχίζομαι, διαρρηγνύομαι<br /><b>3.</b> (με αιτ.) [[ξεσπώ]], [[κάνω]] να ξεσπάσει («προὔλεγον... καταιγίδων ὄμβρον ἐκρήξει [η [[νεφέλη]]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για [[φύμα]]) [[ανοίγω]]<br /><b>5.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[δημιουργώ]] [[ρήγμα]] («καθ' | |mltxt=(AM ἐκρηγνύω και [[ἐκρήγνυμι]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να σπάσει, [[σπάζω]], [[θραύω]], θρυμματίζομαι από εσωτερική [[δύναμη]] («υπάρχει [[κίνδυνος]] να εκραγεί η [[βόμβα]]»)<br /><b>2.</b> (για απροσδόκητο [[γεγονός]], για ξαφνική συναισθηματική ή ανακλαστική [[εκδήλωση]]) [[ξεσπώ]], εκρήγνυμαι («εξερράγη [[επανάσταση]]», «εξερράγη σε ύβρεις»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (το παθ.) θραύομαι<br /><b>2.</b> (μτχ. παθ. παρακμ.) <i>ἐξερρωγώς</i><br />α) [[είμαι]] [[απόκρημνος]]<br />β) διεφθαρμένος<br /><b>3.</b> εκδηλώνομαι, φανερώνομαι, [[ξεσπώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με γεν.) [[αποσπώ]], [[παρασύρω]] («[[ὕδωρ]] ἐξέρρηξεν ὁδοῑο», Ιλ. Ψ)<br /><b>2.</b> (για ρούχα) σχίζομαι, διαρρηγνύομαι<br /><b>3.</b> (με αιτ.) [[ξεσπώ]], [[κάνω]] να ξεσπάσει («προὔλεγον... καταιγίδων ὄμβρον ἐκρήξει [η [[νεφέλη]]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για [[φύμα]]) [[ανοίγω]]<br /><b>5.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[δημιουργώ]] [[ρήγμα]] («καθ' ἡμᾶς οὔποτ' ἐκρήξει [[μάχη]]», <b>Σοφ.</b> Αί.)<br /><b>6.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ξεσπώ]] σε κάποιον. | ||
}} | }} |
Revision as of 07:35, 9 September 2022
Greek Monolingual
(AM ἐκρηγνύω και ἐκρήγνυμι)
νεοελλ.
1. κάνω κάτι να σπάσει, σπάζω, θραύω, θρυμματίζομαι από εσωτερική δύναμη («υπάρχει κίνδυνος να εκραγεί η βόμβα»)
2. (για απροσδόκητο γεγονός, για ξαφνική συναισθηματική ή ανακλαστική εκδήλωση) ξεσπώ, εκρήγνυμαι («εξερράγη επανάσταση», «εξερράγη σε ύβρεις»)
μσν.
1. (το παθ.) θραύομαι
2. (μτχ. παθ. παρακμ.) ἐξερρωγώς
α) είμαι απόκρημνος
β) διεφθαρμένος
3. εκδηλώνομαι, φανερώνομαι, ξεσπώ
αρχ.
1. (με γεν.) αποσπώ, παρασύρω («ὕδωρ ἐξέρρηξεν ὁδοῑο», Ιλ. Ψ)
2. (για ρούχα) σχίζομαι, διαρρηγνύομαι
3. (με αιτ.) ξεσπώ, κάνω να ξεσπάσει («προὔλεγον... καταιγίδων ὄμβρον ἐκρήξει [η νεφέλη]», Πλούτ.)
4. (για φύμα) ανοίγω
5. (αμτβ.) δημιουργώ ρήγμα («καθ' ἡμᾶς οὔποτ' ἐκρήξει μάχη», Σοφ. Αί.)
6. (για πρόσ.) ξεσπώ σε κάποιον.