ἀδιάλυτος: Difference between revisions
Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν κακουργίαν → Valens sagaci mente, quod pravum est, fuge → Wenn du verständig bist, dann flieh die Schlechtigkeit
m (Text replacement - " L.]]," to "]] L.,") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[indisoluble]] lo divino op. a lo mortal, Pl.<i>Phd</i>.80b, [[ἕνωσις]] Ph. en Eus.<i>PE</i> 8.14 (p.386), σύμβασις Hierocl.p.17.23, τὸ γὰρ συνεργὲς εὐνόως γινόμενον ὡς ἐξ [[ἑαυτοῦ]] ἀδιάλυτον πρὸς ἅπαντα Aristeas 242, [[δεσμός]] Procl.<i>in Ti</i>.1.314.14<br /><b class="num">•</b>[[incorrupto]] τὸ σῶμα Procl.<i>in R</i>.2.153.<br /><b class="num">2</b> [[indestructible]] στερεὸς καὶ ἀ. Epicur.<i>Ep</i>.[2] 54.6, γῆ Epicur.<i>Nat</i>.14.35.3, μὴ βουλομένου γὰρ αὐτὰ φθαρτὰ εἶναι πάντως ἂν ἔμενεν ἀδιάλυτα Phlp.<i>Aet</i>.129.12.<br /><b class="num">3</b> subst. τὸ ἀ. bot. [[heliotropo]], [[Heliotropum europaeum L. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[indisoluble]] lo divino op. a lo mortal, Pl.<i>Phd</i>.80b, [[ἕνωσις]] Ph. en Eus.<i>PE</i> 8.14 (p.386), σύμβασις Hierocl.p.17.23, τὸ γὰρ συνεργὲς εὐνόως γινόμενον ὡς ἐξ [[ἑαυτοῦ]] ἀδιάλυτον πρὸς ἅπαντα Aristeas 242, [[δεσμός]] Procl.<i>in Ti</i>.1.314.14<br /><b class="num">•</b>[[incorrupto]] τὸ σῶμα Procl.<i>in R</i>.2.153.<br /><b class="num">2</b> [[indestructible]] στερεὸς καὶ ἀ. Epicur.<i>Ep</i>.[2] 54.6, γῆ Epicur.<i>Nat</i>.14.35.3, μὴ βουλομένου γὰρ αὐτὰ φθαρτὰ εἶναι πάντως ἂν ἔμενεν ἀδιάλυτα Phlp.<i>Aet</i>.129.12.<br /><b class="num">3</b> subst. τὸ ἀ. bot. [[heliotropo]], [[Heliotropum europaeum]] L., Ps.Dsc.4.190, Ps.Apul.<i>Herb</i>.49.9.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως<br /><b class="num">1</b> [[indisolublemente]] Procl.<i>in Ti</i>.1.397.1.<br /><b class="num">2</b> [[sin reconciliación posible]] πολεμεῖν Plb.18.37.4. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 08:55, 10 September 2022
English (LSJ)
ον, A undissolved: indissoluble, Pl.Phd.80b; ἕνωσις Ph.2.635; σύμβασις Hierocl.p.17.23 A.:—indestructible, Epicur.Fr. 356 (nisi Hermarcho tribuendum); στερεὰ καὶ ἀ. Id.Nat.14.2. II irreconcilable. Adv. -τως, πολεμεῖν πρός τινα Plb.18.37.4. III -τον, τό, = ἡλιοτρόπιον, Ps.-Dsc.4.190.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάλῠτος: -ον, ὁ μὴ διαλελυμένος, ἢ ὃν δὲν δύναταί τις νὰ διαλύσῃ, Πλάτ. Φαίδων 80Β. ΙΙ. ἀφιλίωτος, ὡς ἐν τῷ ἐπιρρ. ἀδιαλύτως ἔχειν προς τινα, Πολύβ. 18. 20, 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
indissoluble.
Étymologie: ἀ, διαλύω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1indisoluble lo divino op. a lo mortal, Pl.Phd.80b, ἕνωσις Ph. en Eus.PE 8.14 (p.386), σύμβασις Hierocl.p.17.23, τὸ γὰρ συνεργὲς εὐνόως γινόμενον ὡς ἐξ ἑαυτοῦ ἀδιάλυτον πρὸς ἅπαντα Aristeas 242, δεσμός Procl.in Ti.1.314.14
•incorrupto τὸ σῶμα Procl.in R.2.153.
2 indestructible στερεὸς καὶ ἀ. Epicur.Ep.[2] 54.6, γῆ Epicur.Nat.14.35.3, μὴ βουλομένου γὰρ αὐτὰ φθαρτὰ εἶναι πάντως ἂν ἔμενεν ἀδιάλυτα Phlp.Aet.129.12.
3 subst. τὸ ἀ. bot. heliotropo, Heliotropum europaeum L., Ps.Dsc.4.190, Ps.Apul.Herb.49.9.
II adv. -ως
1 indisolublemente Procl.in Ti.1.397.1.
2 sin reconciliación posible πολεμεῖν Plb.18.37.4.
Greek Monotonic
ἀδιάλῠτος: -ον (διαλύω), αδιάλυτος, αδιάλλακτος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀδιάλῠτος:
1) неразложимый, неразрушимый (τὸ θεῖν Plat.);
2) нерасторжимый, неразрывно сплоченный (στῖφος Plut.).
Middle Liddell
διαλύω
undissolved, indissoluble, Plat.