ἡνιόχη: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισις → Silentiumque sapienti est responsio → Denn Schweigen ist für Weise deutlicher Bescheid

Menander, Monostichoi, 222
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
mNo edit summary
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡνιόχη]], ἡ (Α)<br />(θηλ. του [[ηνίοχος]]) [[προσωνυμία]] της Ήρας.
|mltxt=[[ἡνιόχη]], ἡ (Α)<br />(θηλ. του [[ηνίοχος]]) [[προσωνυμία]] της Ήρας.
}}
{{trml
|trtx=Catalan: cotxer, auriga; Coptic: ⲏⲛⲓⲟⲭⲟⲥ; Czech: vozataj; Dutch: [[wagenmenner]]; French: [[aurige]]; Galician: cocheiro, auriga; Ancient Greek: [[ἡνίοχος]], [[ἀνίοχος]], [[ὑφηνίοχος]], [[ἡνιόχη]], [[τροχηλάτης]], [[ἡνιόστροφος]], [[διφρευτής]], [[διφρηλάτης]], [[διφρελάτειρα]], [[ἁρματηλάτης]], [[ἁρμελάτης]], [[ἁρμελατήρ]], [[ἐλατήρ]], [[διώξιππος]], [[εἰσαφέτης]], [[ἁρμάτων ἐπιστάτης]], [[ἁρμάτων ἐπεμβάτης]], [[ποιμὴν ὄχου]], [[ἱππεύς]], [[ἁμαξεύς]], [[ἱπποκέλευθος]]; Hindi: सारथी; Indonesian: kusir; Irish: carbadóir; Latin: [[auriga]], [[essedarius]]; Malayalam: സാരഥി; Russian: [[возничий]]; Spanish: [[cochero]], [[auriga]]; Tamil: தேரோட்டி
}}
}}

Revision as of 21:00, 11 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡνιόχη Medium diacritics: ἡνιόχη Low diacritics: ηνιόχη Capitals: ΗΝΙΟΧΗ
Transliteration A: hēnióchē Transliteration B: hēniochē Transliteration C: iniochi Beta Code: h(nio/xh

English (LSJ)

ἡ, fem. of ἡνίοχος, a name of Hera, Paus.9.39.5.

German (Pape)

[Seite 1172] ἡ, fem. zu ἡνίοχος; so hieß Here, Paus. 9, 39, 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἡνιόχη: ἡ, θηλ. τοῦ ἡνίοχος, ὄνομα τῆς Ἥρας, Παυσ. 9. 39, 5.

Greek Monolingual

ἡνιόχη, ἡ (Α)
(θηλ. του ηνίοχος) προσωνυμία της Ήρας.

Translations

Catalan: cotxer, auriga; Coptic: ⲏⲛⲓⲟⲭⲟⲥ; Czech: vozataj; Dutch: wagenmenner; French: aurige; Galician: cocheiro, auriga; Ancient Greek: ἡνίοχος, ἀνίοχος, ὑφηνίοχος, ἡνιόχη, τροχηλάτης, ἡνιόστροφος, διφρευτής, διφρηλάτης, διφρελάτειρα, ἁρματηλάτης, ἁρμελάτης, ἁρμελατήρ, ἐλατήρ, διώξιππος, εἰσαφέτης, ἁρμάτων ἐπιστάτης, ἁρμάτων ἐπεμβάτης, ποιμὴν ὄχου, ἱππεύς, ἁμαξεύς, ἱπποκέλευθος; Hindi: सारथी; Indonesian: kusir; Irish: carbadóir; Latin: auriga, essedarius; Malayalam: സാരഥി; Russian: возничий; Spanish: cochero, auriga; Tamil: தேரோட்டி