οἰωνιστήριον: Difference between revisions

From LSJ

Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' τό) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''οἰωνιστήριον:''' τό предзнаменование, знамение, примета Xen.
|elrutext='''οἰωνιστήριον:''' τό [[предзнаменование]], [[знамение]], [[примета]] Xen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[οἰωνιστήριον]], ου, τό, [from [[οἰωνίζομαι]]<br />a [[place]] for watching the [[flight]] of birds:—an [[omen]] or token, Xen.
|mdlsjtxt=[[οἰωνιστήριον]], ου, τό, [from [[οἰωνίζομαι]]<br />a [[place]] for watching the [[flight]] of birds:—an [[omen]] or token, Xen.
}}
}}

Revision as of 11:03, 13 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰωνιστήριον Medium diacritics: οἰωνιστήριον Low diacritics: οιωνιστήριον Capitals: ΟΙΩΝΙΣΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: oiōnistḗrion Transliteration B: oiōnistērion Transliteration C: oionistirion Beta Code: oi)wnisth/rion

English (LSJ)

τό, A place for watching the flight of birds, D.H. 1.86. II omen or token, X.Ap.12.

Greek (Liddell-Scott)

οἰωνιστήριον: τό, τόπος ἐξ οὗ παρετήρουν τὴν πτῆσιν πτηνῶν καὶ ἐμαντεύοντο, Λατ. templum augurale, Διον Ἁλ. 1.86. ΙΙ. οἰωνὸς ἢ σημεῖον, Ξεν. Ἀπολ. 12.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
augure tiré du vol des oiseaux, présage.
Étymologie: οἰωνίζομαι.

Greek Monolingual

οἰωνιστήριον, τὸ (Α)
1. τόπος όπου άκουγαν τις κραυγές και παρακολουθούσαν το πέταγμα τών πουλιών για να προβλέψουν τα μελλούμενα («ἦν δὲ Ῥωμύλῳ μὲν οἰωνιστήριον τὸ Παλλάντιον», Δίον. Αλ.)
2. προφητικό σημάδι, προμήνυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰωνίζομαι + επίθηματήριον (πρβλ. σωφρονισ-τήριον)].

Greek Monotonic

οἰωνιστήριον: τό, μέρος απ' όπου οι μάντεις παρακολουθούσαν το πέταγμα των πουλιών για να προμαντεύσουν το μέλλον, σημάδι, προφητική ένδειξη, οιωνός, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

οἰωνιστήριον: τό предзнаменование, знамение, примета Xen.

Middle Liddell

οἰωνιστήριον, ου, τό, [from οἰωνίζομαι
a place for watching the flight of birds:—an omen or token, Xen.