στιμμίζω: Difference between revisions
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
m (Text replacement - " eye-salve" to " eye-salve") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stimmizo | |Transliteration C=stimmizo | ||
|Beta Code=stimmi/zw | |Beta Code=stimmi/zw | ||
|Definition=(also written στιμίζω), <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[tinge]] the | |Definition=(also written [[στιμίζω]]), <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[tinge]] the [[eyelid]]s [[black]] with [[στίμμι]], Ps.-Democr.<span class="title">Symp.Ant.</span>p.5 G.:—Med., [[tinge]] one's [[eyelid]]s with [[black]], Gal.6.439; σ. τοὺς ὀφθαλμούς <span class="bibl">LXX <span class="title">4 Ki.</span>9.30</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ez.</span>23.40</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> later, [[apply any eye-salve]], <span class="bibl">Aët.7.41</span> (Pass.); cf. [[στιβίζομαι]].</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 07:35, 21 September 2022
English (LSJ)
(also written στιμίζω), A tinge the eyelids black with στίμμι, Ps.-Democr.Symp.Ant.p.5 G.:—Med., tinge one's eyelids with black, Gal.6.439; σ. τοὺς ὀφθαλμούς LXX 4 Ki.9.30, Ez.23.40. 2 later, apply any eye-salve, Aët.7.41 (Pass.); cf. στιβίζομαι.
German (Pape)
[Seite 944] die Augenbrauen oder Augenlider mit στίμμι schwarz färben; und eben so im med., sich die Augenbrauen schminken, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στιμμίζω: βάπτω τὰ βλέφαρα, μελανίζω αὐτὰ μὲ στίμμι, Δημόκρ. παρὰ Φαβρικ. ἐν Ἑλλ. Βιβλ. 5. 337. -Μέσ., βάπτω τὰ βλέφαρά μου μαῦρα, Γαλην. 6. 439· στ. τοὺς ὀφθαλμοὺς Ἑβδ. (Δ΄Βασιλ. Θ΄, 30, Ἰεζεκ. ΚΓ΄, 40).
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και στιμίζω, και μέσ. τ. στιβίζομαι Α στίμμι / στῑβι]
βάφω τα βλέφαρα ή τα φρύδια με στίμμι
μσν.
μτφ. καθιστώ κάτι ευπρεπές ή λογικοφανές, ευτρεπίζω κάτι προκειμένου να εξαπατήσω κάποιον («ῥυθμῷ τὸ ψεῡδος στιμμίζουσιν», Θεοφύλ. Σ.)
αρχ.
χρησιμοποιώ κολλύριο για τα μάτια.
Russian (Dvoretsky)
στιμμίζω: подкрашивать черной сурьмой, сурьмить Democr.