φιλάκρατος: Difference between revisions

From LSJ

ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - " ιονιξ " to " ''Ionic'' ")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φῐλ-άκρᾱτος, ιονιξ -ητος, ον,<br />[[fond]] of [[sheer]] [[wine]], Anth.
|mdlsjtxt=φῐλ-άκρᾱτος, ''Ionic'' -ητος, ον,<br />[[fond]] of [[sheer]] [[wine]], Anth.
}}
}}

Revision as of 13:35, 21 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλάκρᾱτος Medium diacritics: φιλάκρατος Low diacritics: φιλάκρατος Capitals: ΦΙΛΑΚΡΑΤΟΣ
Transliteration A: philákratos Transliteration B: philakratos Transliteration C: filakratos Beta Code: fila/kratos

English (LSJ)

Ion. φιλάκρ-ητος, ον, fond of sheer wine, given to wine, of Anacreon, Simon.183.5; Διόνυσος AP6.169; also φ. ἕρπυλλος ib.4.1.53 (Mel.); ἁρμονίη ib.7.26 (Antip. Sid.).

German (Pape)

[Seite 1274] ion. φιλάκρητος, reinen, ungemischten Wein liebend, übh. dem Weine, dem Trunke ergeben; Διόνυσος Ep. ad. 130 (VI, 169); ἁρμονίη Antp. Sil. 74 (VII, 26); u. a. sp. D., wie Nonn. D. 29, 246.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλάκρᾱτος: -ον, Ἰων. -ητος, ον, ὁ φιλῶν τὸν ἄκρατον οἶνον, δεδομένος εἰς ἀκρατοποσίαν, λεγόμενον περὶ τοῦ Ἀνακρέοντος ὑπὸ Σιμωνίδου (;) 179· Διόνυσος Ἀνθ. Π. 6. 169· ὡσαύτως, φ. ἕρπυλλον αὐτόθι 4. 1, 53· ἁρμονίη αὐτόθι 7. 26.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime le vin pur ; ivrogne.
Étymologie: φίλος, ἄκρατος.

Greek Monolingual

και ιων. τ. φιλάκρητος, -ον, Α
1. αυτός που του αρέσει ο άκρατος οίνος, το ανόθευτο κρασί
2. (γενικά) οινοπότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἄκρατος (ενν. οἶνος) «ανέρωτο κρασί»].

Greek Monotonic

φῐλάκρᾱτος: Ιων. -ητος, -ον, αυτός που αγαπά το ανόθευτο κρασί, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

φιλάκρᾱτος: ион. φιλάκρητος 2
1) любящий чистое вино, много пьющий (Διόνυσος Anth.);
2) связанный с вином (ἕρπυλλος Anth.) или с попойками (ἁρμονίη Anth.).

Middle Liddell

φῐλ-άκρᾱτος, Ionic -ητος, ον,
fond of sheer wine, Anth.