ἀμφιβληστροειδής: Difference between revisions
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amfivlistroeidis | |Transliteration C=amfivlistroeidis | ||
|Beta Code=a)mfiblhstroeidh/s | |Beta Code=a)mfiblhstroeidh/s | ||
|Definition=ές, [[net-like]], [[χιτών]] prob. [[ | |Definition=ές, [[net-like]], [[ἀμφιβληστροειδὴς χιτών]] prob. the [[retina]], <span class="bibl">Gal. <span class="title">UP</span>8.6</span>, <span class="bibl">10.2</span>, cf. <span class="bibl">Ruf.<span class="title">Onom.</span>153</span>, <span class="bibl">Poll.2.71</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 07:09, 23 September 2022
English (LSJ)
ές, net-like, ἀμφιβληστροειδὴς χιτών prob. the retina, Gal. UP8.6, 10.2, cf. Ruf.Onom.153, Poll.2.71.
German (Pape)
[Seite 136] ές, netzartig, Poll. 2, 71.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιβληστροειδής: -ές, = ὅμοιος δικτύῳ, ἀμφ. χιτὼν ἐν τῷ ὀφθαλμῷ, Πολυδ. 2. 71, πρβλ. Greenhill Θεόφ. 159. 6.
Spanish (DGE)
-ές
reticular ἀ. χιτών retina Gal.3.639, cf. 762, Ruf.Onom.153, Poll.2.71.
Greek Monolingual
-ές (Α ἀμφι βληστροειδής)
1. αρχ. ο όμοιος με αμφίβληστρο, με δίχτυ
2. (Ανατ.) ο χιτώνας του βολβού του ματιού, στον οποίο λαμβάνει χώρα η νευρική διέγερση από το φυσικό φως και αρχίζει η αίσθηση της όρασης. Ο υπόλοιπος βολβός είναι ένα ερειστικό περίβλημα που ρυθμίζει τη θρέψη του ματιού και συλλαμβάνει και εστιάζει εικόνες, προσαρμόζοντας τον φακό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφίβληστρον + -ειδής < εἶδος.