συγκυρώ: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-έω, ΜΑ<br />(για γεγονότα και συμβάντα) [[επέρχομαι]], [[συμβαίνω]] [[κατά]] [[τύχη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> συναντώμαι [[κατά]] [[τύχη]]<br /><b>2.</b> [[συναντώ]] [[κάτι]] δυσάρεστο ή ευχάριστο (α. «τραγικοῑς συγκυρήσασα πάθεσι», <b>Διόδ.</b><br />β. «[[εὐτυχία]] συγκυρεῑν», Φιλόδ.)<br /><b>3.</b> (με μτχ. όπως και το ρ. [[τυγχάνω]]) συμβαίνει να [[είμαι]], [[τυχαίνω]]<br /><b>4.</b> (για τόπους) [[είμαι]] όμορος, [[γειτνιάζω]] με κάποιον<br /><b>5.</b> υπάγομαι, [[ανήκω]] σε [[κάτι]]<br /><b>6.</b> (ως τριτοπρόσ. με απρμφ.) <i>συνεκύρησε</i><br />(ενν. [[γενέσθαι]]) συνέπεσε, έγινε [[κατά]] [[τύχη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κυρῶ</i> (Ι) «[[συναντώ]] τυχαία, [[αποκτώ]], [[συμβαίνω]]»].<br /> <b>(II)</b><br />-όω, Α<br />[[επιτρέπω]] ή [[επιδοκιμάζω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κυρῶ</i> / -<i>ώνω</i> «[[επικυρώνω]]»].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-έω, ΜΑ<br />(για γεγονότα και συμβάντα) [[επέρχομαι]], [[συμβαίνω]] [[κατά]] [[τύχη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> συναντώμαι [[κατά]] [[τύχη]]<br /><b>2.</b> [[συναντώ]] [[κάτι]] δυσάρεστο ή ευχάριστο (α. «τραγικοῖς συγκυρήσασα πάθεσι», <b>Διόδ.</b><br />β. «[[εὐτυχία]] συγκυρεῖν», Φιλόδ.)<br /><b>3.</b> (με μτχ. όπως και το ρ. [[τυγχάνω]]) συμβαίνει να [[είμαι]], [[τυχαίνω]]<br /><b>4.</b> (για τόπους) [[είμαι]] όμορος, [[γειτνιάζω]] με κάποιον<br /><b>5.</b> υπάγομαι, [[ανήκω]] σε [[κάτι]]<br /><b>6.</b> (ως τριτοπρόσ. με απρμφ.) <i>συνεκύρησε</i><br />(ενν. [[γενέσθαι]]) συνέπεσε, έγινε [[κατά]] [[τύχη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κυρῶ</i> (Ι) «[[συναντώ]] τυχαία, [[αποκτώ]], [[συμβαίνω]]»].<br /> <b>(II)</b><br />-όω, Α<br />[[επιτρέπω]] ή [[επιδοκιμάζω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κυρῶ</i> / -<i>ώνω</i> «[[επικυρώνω]]»].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-έω, ΜΑ<br />(για γεγονότα και συμβάντα) [[επέρχομαι]], [[συμβαίνω]] [[κατά]] [[τύχη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> συναντώμαι [[κατά]] [[τύχη]]<br /><b>2.</b> [[συναντώ]] [[κάτι]] δυσάρεστο ή ευχάριστο (α. «τραγικοῑς συγκυρήσασα πάθεσι», <b>Διόδ.</b><br />β. «[[εὐτυχία]] συγκυρεῑν», Φιλόδ.)<br /><b>3.</b> (με μτχ. όπως και το ρ. [[τυγχάνω]]) συμβαίνει να [[είμαι]], [[τυχαίνω]]<br /><b>4.</b> (για τόπους) [[είμαι]] όμορος, [[γειτνιάζω]] με κάποιον<br /><b>5.</b> υπάγομαι, [[ανήκω]] σε [[κάτι]]<br /><b>6.</b> (ως τριτοπρόσ. με απρμφ.) <i>συνεκύρησε</i><br />(ενν. [[γενέσθαι]]) συνέπεσε, έγινε [[κατά]] [[τύχη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κυρῶ</i> (Ι) «[[συναντώ]] τυχαία, [[αποκτώ]], [[συμβαίνω]]»].<br /> <b>(II)</b><br />-όω, Α<br />[[επιτρέπω]] ή [[επιδοκιμάζω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κυρῶ</i> / -<i>ώνω</i> «[[επικυρώνω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 19:30, 27 September 2022

Greek Monolingual

(I)
-έω, ΜΑ
(για γεγονότα και συμβάντα) επέρχομαι, συμβαίνω κατά τύχη
αρχ.
1. συναντώμαι κατά τύχη
2. συναντώ κάτι δυσάρεστο ή ευχάριστο (α. «τραγικοῖς συγκυρήσασα πάθεσι», Διόδ.
β. «εὐτυχία συγκυρεῖν», Φιλόδ.)
3. (με μτχ. όπως και το ρ. τυγχάνω) συμβαίνει να είμαι, τυχαίνω
4. (για τόπους) είμαι όμορος, γειτνιάζω με κάποιον
5. υπάγομαι, ανήκω σε κάτι
6. (ως τριτοπρόσ. με απρμφ.) συνεκύρησε
(ενν. γενέσθαι) συνέπεσε, έγινε κατά τύχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κυρῶ (Ι) «συναντώ τυχαία, αποκτώ, συμβαίνω»].
(II)
-όω, Α
επιτρέπω ή επιδοκιμάζω κάτι από κοινού με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κυρῶ / -ώνω «επικυρώνω»].