συμπαραφύομαι: Difference between revisions

From LSJ

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπαραφύομαι''': Παθητ., παραφύομαι [[ὁμοῦ]], συμπαρέφυ δὲ καὶ ἑτέρα (δηλ. τυραννὶς) ἐν Ἰλλυριοῖς Θεμίστ. 56Α· ἄκανθαι τῷ ἄνθει συμπαραφυεῖσαι Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 526Β, κλπ.
|lstext='''συμπαραφύομαι''': Παθητ., παραφύομαι [[ὁμοῦ]], συμπαρέφυ δὲ καὶ ἑτέρα (δηλ. τυραννὶς) ἐν Ἰλλυριοῖς Θεμίστ. 56Α· ἄκανθαι τῷ ἄνθει συμπαραφυεῖσαι Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 526Β, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[φύομαι]], εκφύομαι, [[φυτρώνω]] συγχρόνως [[κοντά]] σε [[κάτι]] («ἄκανθαι τῷ ἄνθει συμπαραφυεῑσαι», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για [[κατάσταση]]) εμφανίζομαι συγχρόνως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>παραφύομαι</i> «[[φυτρώνω]] [[κοντά]]»].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[φύομαι]], εκφύομαι, [[φυτρώνω]] συγχρόνως [[κοντά]] σε [[κάτι]] («ἄκανθαι τῷ ἄνθει συμπαραφυεῑσαι», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για [[κατάσταση]]) εμφανίζομαι συγχρόνως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>παραφύομαι</i> «[[φυτρώνω]] [[κοντά]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[φύομαι]], εκφύομαι, [[φυτρώνω]] συγχρόνως [[κοντά]] σε [[κάτι]] («ἄκανθαι τῷ ἄνθει συμπαραφυεῑσαι», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για [[κατάσταση]]) εμφανίζομαι συγχρόνως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>παραφύομαι</i> «[[φυτρώνω]] [[κοντά]]»].
}}
}}

Revision as of 19:45, 27 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαραφύομαι Medium diacritics: συμπαραφύομαι Low diacritics: συμπαραφύομαι Capitals: ΣΥΜΠΑΡΑΦΥΟΜΑΙ
Transliteration A: symparaphýomai Transliteration B: symparaphyomai Transliteration C: symparafyomai Beta Code: sumparafu/omai

English (LSJ)

Pass., grow together, Gal.UP16.9, Them.Or.4.56a.

German (Pape)

[Seite 985] (s. φύω), mit od. zugleich daneben aufkeimen, Theophr. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαραφύομαι: Παθητ., παραφύομαι ὁμοῦ, συμπαρέφυ δὲ καὶ ἑτέρα (δηλ. τυραννὶς) ἐν Ἰλλυριοῖς Θεμίστ. 56Α· ἄκανθαι τῷ ἄνθει συμπαραφυεῖσαι Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 526Β, κλπ.

Greek Monolingual

Α
1. φύομαι, εκφύομαι, φυτρώνω συγχρόνως κοντά σε κάτι («ἄκανθαι τῷ ἄνθει συμπαραφυεῑσαι», Γρηγ. Νύσσ.)
2. μτφ. (για κατάσταση) εμφανίζομαι συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παραφύομαι «φυτρώνω κοντά»].