συνεκτικότητα: Difference between revisions

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
(39)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του συνεκτικού<br /><b>2.</b> το να [[είναι]] [[κάτι]] συμπαγές, στερεό<br /><b>3.</b> <b>φυσ.</b> η [[ιδιότητα]] ενός υλικού να διατηρεί τη σταθερότητά του ως [[αποτέλεσμα]] της δράσης εσωτερικών δυνάμεων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συνεκτικός]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>συνεκτικότης</i>, μαρτυρείται από το 1825 στην [[εφημερίδα]] <i>Ελληνικά Χρονικά</i>].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του συνεκτικού<br /><b>2.</b> το να [[είναι]] [[κάτι]] συμπαγές, στερεό<br /><b>3.</b> <b>φυσ.</b> η [[ιδιότητα]] ενός υλικού να διατηρεί τη σταθερότητά του ως [[αποτέλεσμα]] της δράσης εσωτερικών δυνάμεων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συνεκτικός]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>συνεκτικότης</i>, μαρτυρείται από το 1825 στην [[εφημερίδα]] <i>Ελληνικά Χρονικά</i>].
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του συνεκτικού<br /><b>2.</b> το να [[είναι]] [[κάτι]] συμπαγές, στερεό<br /><b>3.</b> <b>φυσ.</b> η [[ιδιότητα]] ενός υλικού να διατηρεί τη σταθερότητά του ως [[αποτέλεσμα]] της δράσης εσωτερικών δυνάμεων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συνεκτικός]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>συνεκτικότης</i>, μαρτυρείται από το 1825 στην [[εφημερίδα]] <i>Ελληνικά Χρονικά</i>].
}}
}}

Latest revision as of 20:05, 27 September 2022

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ιδιότητα του συνεκτικού
2. το να είναι κάτι συμπαγές, στερεό
3. φυσ. η ιδιότητα ενός υλικού να διατηρεί τη σταθερότητά του ως αποτέλεσμα της δράσης εσωτερικών δυνάμεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεκτικός. Η λ., στον λόγιο τ. συνεκτικότης, μαρτυρείται από το 1825 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά].