συνεφέρνω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
(39)
 
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
(No difference)

Latest revision as of 20:10, 27 September 2022

Greek Monolingual

και διαλ. τ. συνηφέρνω Ν
1. (μτβ.) βοηθώ κάποιον να ανακτήσει τις δυνάμεις του, τον επαναφέρω στην αρχική φυσιολογική κατάσταση του
2. (αμτβ.) ανακτώ τις αισθήσεις ή τις δυνάμεις μου, συνέρχομαι σωματικώς ή ψυχικώς
3. μτφ. α) (μτβ.) συντελώ στην ισχυροποίηση κάποιου («αυτό το μέτρο θα συνεφέρει κάπως την εμπορική κίνηση της πόλης»)
β) (αμτβ.) ανακτώ την παλιά μου ισχύ («αρχίζει να συνεφέρνει ο τουρισμός»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνέφερα, αόρ. του συμφέρω (για την ανάπτυξη -ν-, πρβλ. φέρω: φέρνω)].