σύναξη: Difference between revisions
From LSJ
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
(39) |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[σύναξις]], -άξεως, ΝΜΑ [[συνάγω]]<br /><b>1.</b> [[συναγωγή]], [[συγκέντρωση]], [[συνάθροιση]]<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> [[λειτουργική]] [[συνάθροιση]] τών πιοτών για τον εορτασμό εορτής ή μνήμης ενός αγίου (α. «[[σύναξη]] του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού» β. «[[σύναξη]] της Θεοτόκου»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «Ιερὰ [[σύναξη]]» — καθεμιά από τις συνεδρίες της [[ιερής]] κοινότητας του Αγίου Όρους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στρ.</b> [[συγκέντρωση]] στρατιωτών σε έναν [[τόπο]], [[καθώς]] και το ειδικό [[σάλπισμα]] γι' αυτήν<br /><b>αρχ.</b><br />[[συλλογή]], [[μάζεμα]] («[[σύναξις]] καρποφορηθέντων», Πρόκλ.). | |mltxt=η / [[σύναξις]], -άξεως, ΝΜΑ [[συνάγω]]<br /><b>1.</b> [[συναγωγή]], [[συγκέντρωση]], [[συνάθροιση]]<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> [[λειτουργική]] [[συνάθροιση]] τών πιοτών για τον εορτασμό εορτής ή μνήμης ενός αγίου (α. «[[σύναξη]] του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού» β. «[[σύναξη]] της Θεοτόκου»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «Ιερὰ [[σύναξη]]» — καθεμιά από τις συνεδρίες της [[ιερής]] κοινότητας του Αγίου Όρους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στρ.</b> [[συγκέντρωση]] στρατιωτών σε έναν [[τόπο]], [[καθώς]] και το ειδικό [[σάλπισμα]] γι' αυτήν<br /><b>αρχ.</b><br />[[συλλογή]], [[μάζεμα]] («[[σύναξις]] καρποφορηθέντων», Πρόκλ.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:15, 27 September 2022
Greek Monolingual
η / σύναξις, -άξεως, ΝΜΑ συνάγω
1. συναγωγή, συγκέντρωση, συνάθροιση
2. εκκλ. λειτουργική συνάθροιση τών πιοτών για τον εορτασμό εορτής ή μνήμης ενός αγίου (α. «σύναξη του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού» β. «σύναξη της Θεοτόκου»)
3. φρ. «Ιερὰ σύναξη» — καθεμιά από τις συνεδρίες της ιερής κοινότητας του Αγίου Όρους
νεοελλ.
στρ. συγκέντρωση στρατιωτών σε έναν τόπο, καθώς και το ειδικό σάλπισμα γι' αυτήν
αρχ.
συλλογή, μάζεμα («σύναξις καρποφορηθέντων», Πρόκλ.).