αὔτανδρος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "ναῡς" to "ναῦς")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[αὔτανδρος]], -ον) [[ανήρ]]<br />Ι. ([[συνήθως]] για βυθιζόμενα [[σκάφη]]) με όλους τους επιβάτες και το [[πλήρωμα]] ([[πρβλ]]. α) «το [[πλοίο]] βυθίστηκε αύτανδρο» <br />β) «αὐτάνδρους τὰς ναῡς ἀπέβαλον» <br />γ) «πόλεις αὔτανδροι ἀνηρῆσθαι» — έχουν καταστραφεί πόλεις με όλο τον πληθυσμό τους)<br />II. <b>επίρρ.</b> [[αὐτανδρί]]<br />με όλους τους άντρες.
|mltxt=-η, -ο (AM [[αὔτανδρος]], -ον) [[ανήρ]]<br />Ι. ([[συνήθως]] για βυθιζόμενα [[σκάφη]]) με όλους τους επιβάτες και το [[πλήρωμα]] ([[πρβλ]]. α) «το [[πλοίο]] βυθίστηκε αύτανδρο» <br />β) «αὐτάνδρους τὰς ναῦς ἀπέβαλον» <br />γ) «πόλεις αὔτανδροι ἀνηρῆσθαι» — έχουν καταστραφεί πόλεις με όλο τον πληθυσμό τους)<br />II. <b>επίρρ.</b> [[αὐτανδρί]]<br />με όλους τους άντρες.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:00, 29 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὔτανδρος Medium diacritics: αὔτανδρος Low diacritics: αύτανδρος Capitals: ΑΥΤΑΝΔΡΟΣ
Transliteration A: aútandros Transliteration B: autandros Transliteration C: aytandros Beta Code: au)/tandros

English (LSJ)

ον, (ἀνήρ) together with the men, men and all, ναῦς αὐτάνδρους ἀπέβαλον Plb.1.23.7, cf. Sosyl.p.31 B., A.R.3.582, Luc.Bacch.3, etc.; πόλεις αὐ. ἀνῃρῆσθαι D.H.7.60: hence αὔ. λαός the people, every man of them, J.BJ3.7.31.

German (Pape)

[Seite 395] sammt den Menschen, sammt der Mannschaft, ναῦς λαβεῖν Pol. 1, 25. 28; öfter Sp.; vgl. Apollonids 16 (IX, 296); ἅμαξα Luc. Tox. 39; πόλεις ἀνῄρηνται Dion. Hal. 7, 60; στόλοι διεφθάρησαν 2, 6.

Greek (Liddell-Scott)

αὔτανδρος: -ον, (ἀνὴρ) «σὺν αὐτοῖς τοῖς ἀνδράσιν» Ἡσύχ., ναῦς αὐτάνδρους λαβεῖν, κτλ., Πολύβ. 1. 23, 7, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 582· πρβλ. Θουκ. 2. 90· ἐντεῦθεν, τὸν τῆς πόλεως λαὸν αὔτανδρον, ὁλόκληρον τὸν ἐξ ἀνδρῶν συνιστάμενον λαὸν τῆς πόλεως, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 3. 7. 31.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
pris ou détruit avec tous ses hommes ou avec tous ses habitants.
Étymologie: αὐτός, ἀνήρ.

Spanish (DGE)

-ον
con la totalidad de los hombres, al completo στρατόπεδον Plb.1.54.4, I.BI 1.368, ἅμαξαι Luc.Tox.39, στόλοι D.H.2.6, ὁ δῆμος αὔ. el pueblo entero reunido I.BI 2.492, cf. 3.293, ἔθνος I.BI 4.243, πόλεις Luc.Bacch.3, D.H.7.60
esp. de naves con toda la tripulación ναῦς Plb.1.23.7, 1.25.3, 16.5.2, Sosyl.1.2, Polyaen.5.22.2, πλοῖον Plb.4.6.1, 5.94.8, δόρυ νήιον A.R.3.582, cf. Call.Fr.7.33, Plu.Luc.8, Luc.VH 1.34, AP 9.296 (Apollonid.), Charito 7.6.1
fig. ἡ γὰρ φιλοχρηματία ... καὶ ἡ φιληδονία ... καταβυθίζουσιν αὐτάνδρους ἤδη τοὺς βίους el afán de riquezas y el deseo de placer hunden nuestras vidas con toda su tripulación, e.d., completamente Longin.44.6.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM αὔτανδρος, -ον) ανήρ
Ι. (συνήθως για βυθιζόμενα σκάφη) με όλους τους επιβάτες και το πλήρωμα (πρβλ. α) «το πλοίο βυθίστηκε αύτανδρο»
β) «αὐτάνδρους τὰς ναῦς ἀπέβαλον»
γ) «πόλεις αὔτανδροι ἀνηρῆσθαι» — έχουν καταστραφεί πόλεις με όλο τον πληθυσμό τους)
II. επίρρ. αὐτανδρί
με όλους τους άντρες.

Greek Monotonic

αὔτανδρος: -ον (ἀνήρ), αυτός που βρίσκεται μαζί με άνδρες, το σύνολο των ανθρώπων που αποτελείται από άνδρες, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

αὔτανδρος: вместе со всеми людьми (ναῦς Polyb.; οἰκίαι Plut.; ἅμαξα Luc.; Περσὶς ὀλλυμένη Anth.).

Middle Liddell

ἀνήρ
together with the men, men and all, Polyb.