δασυντής: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=dasunth/s
|Beta Code=dasunth/s
|Definition=οῦ, ὁ, [[fond of the aspirate]], Ἀττικοί <span class="bibl">Moer.179</span>,<span class="bibl">245</span>.
|Definition=οῦ, ὁ, [[fond of the aspirate]], Ἀττικοί <span class="bibl">Moer.179</span>,<span class="bibl">245</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ<br />gram. [[que pronuncia con aspiración]] οἱ Ἀττικοί, τοὺς λίσπους λίσφους λέγοντες Tz.<i>ad Hes.Op</i>.156, cf. 450, <i>Tz.Comm</i>.Ar.2.376.9.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''δᾰσυντής''': -οῦ, ὁ ἀγαπῶν τὴν δασεῖαν, ἐπίθ. τῶν Ἀττικῶν, Piers. Μοῖρ. 179, 245. (ἐκ τοῦ [[δασύνω]] ΙΙΙ.)
|lstext='''δᾰσυντής''': -οῦ, ὁ ἀγαπῶν τὴν δασεῖαν, ἐπίθ. τῶν Ἀττικῶν, Piers. Μοῖρ. 179, 245. (ἐκ τοῦ [[δασύνω]] ΙΙΙ.)
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ<br />gram. [[que pronuncia con aspiración]] οἱ Ἀττικοί, τοὺς λίσπους λίσφους λέγοντες Tz.<i>ad Hes.Op</i>.156, cf. 450, <i>Tz.Comm</i>.Ar.2.376.9.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δασυντής]], ο (AM) [[δασύνω]]<br />αυτός που δασύνει [[συχνά]] τα φωνήεντα ή χρησιμοποιεί [[δασέα]] σύμφωνα [[αντί]] για [[ψιλά]] («δασυνταὶ γὰρ οἱ 'Αττικοὶ τοὺς λίσπους λίσφους λέγοντες»).
|mltxt=[[δασυντής]], ο (AM) [[δασύνω]]<br />αυτός που δασύνει [[συχνά]] τα φωνήεντα ή χρησιμοποιεί [[δασέα]] σύμφωνα [[αντί]] για [[ψιλά]] («δασυνταὶ γὰρ οἱ 'Αττικοὶ τοὺς λίσπους λίσφους λέγοντες»).
}}
}}

Revision as of 10:36, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰσυντής Medium diacritics: δασυντής Low diacritics: δασυντής Capitals: ΔΑΣΥΝΤΗΣ
Transliteration A: dasyntḗs Transliteration B: dasyntēs Transliteration C: dasyntis Beta Code: dasunth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, fond of the aspirate, Ἀττικοί Moer.179,245.

Spanish (DGE)

-οῦ
gram. que pronuncia con aspiración οἱ Ἀττικοί, τοὺς λίσπους λίσφους λέγοντες Tz.ad Hes.Op.156, cf. 450, Tz.Comm.Ar.2.376.9.

German (Pape)

[Seite 524] ὁ, der gern den Spiritus asper braucht, wie die Attiker, Tzetz. zu Hes. O. 153, wer λίσφος statt λίσπος sagt.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰσυντής: -οῦ, ὁ ἀγαπῶν τὴν δασεῖαν, ἐπίθ. τῶν Ἀττικῶν, Piers. Μοῖρ. 179, 245. (ἐκ τοῦ δασύνω ΙΙΙ.)

Greek Monolingual

δασυντής, ο (AM) δασύνω
αυτός που δασύνει συχνά τα φωνήεντα ή χρησιμοποιεί δασέα σύμφωνα αντί για ψιλά («δασυνταὶ γὰρ οἱ 'Αττικοὶ τοὺς λίσπους λίσφους λέγοντες»).