δελαστρεύς: Difference between revisions
From LSJ
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=delastreu/s | |Beta Code=delastreu/s | ||
|Definition=έως, ὁ, [[using bait]], ἰχθυβολῆες <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>793</span>. | |Definition=έως, ὁ, [[using bait]], ἰχθυβολῆες <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>793</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-έως [[que emplea cebo]] ἰχθυβολῆες Nic.<i>Th</i>.793. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δελαστρεύς''': έως, ὁ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ δελεαστρεύς, ὁ λαμβάνων διὰ δελέατος, [[ἁλιεύς]], Νικ. Θ. 793. | |lstext='''δελαστρεύς''': έως, ὁ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ δελεαστρεύς, ὁ λαμβάνων διὰ δελέατος, [[ἁλιεύς]], Νικ. Θ. 793. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δελαστρεύς]], ο (Α)<br />αυτός που ψαρεύει χρησιμοποιώντας δολώματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δελέαστρον]], [[αντί]] <i>δελεαστρεύς</i>, για μετρικούς λόγους]. | |mltxt=[[δελαστρεύς]], ο (Α)<br />αυτός που ψαρεύει χρησιμοποιώντας δολώματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δελέαστρον]], [[αντί]] <i>δελεαστρεύς</i>, για μετρικούς λόγους]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:41, 1 October 2022
English (LSJ)
έως, ὁ, using bait, ἰχθυβολῆες Nic.Th.793.
Spanish (DGE)
-έως que emplea cebo ἰχθυβολῆες Nic.Th.793.
German (Pape)
[Seite 543] ὁ, p. für δελεαστρεύς, der mit Köder fängt, Nic. Th. 793.
Greek (Liddell-Scott)
δελαστρεύς: έως, ὁ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ δελεαστρεύς, ὁ λαμβάνων διὰ δελέατος, ἁλιεύς, Νικ. Θ. 793.
Greek Monolingual
δελαστρεύς, ο (Α)
αυτός που ψαρεύει χρησιμοποιώντας δολώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δελέαστρον, αντί δελεαστρεύς, για μετρικούς λόγους].