διαιωνίζω: Difference between revisions
Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=diaiwni/zw | |Beta Code=diaiwni/zw | ||
|Definition=[[perpetuate]], τὸ γένος <span class="bibl">Ph.2.318</span>:—Pass., <span class="bibl">Id.<span class="title">Fr.</span>64</span> H.; but usually intr., to [[be eternal]], <span class="bibl">Id.2.190</span>,al. | |Definition=[[perpetuate]], τὸ γένος <span class="bibl">Ph.2.318</span>:—Pass., <span class="bibl">Id.<span class="title">Fr.</span>64</span> H.; but usually intr., to [[be eternal]], <span class="bibl">Id.2.190</span>,al. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> intr. [[ser eterno]] de la divinidad, Ph.2.190<br /><b class="num">•</b>[[vivir o durar eternamente]] σὺν τῷ Πατρὶ διαιωνίζειν Ath.Al.<i>Gent</i>.47, cf. Basil.M.31.245D, Pamph.Mon.<i>Soter</i>.145, τοῦ μὲν σοφοῦ ἡ ζωὴ διαιωνίζει διὰ τῆς μνήμης, τὸν δὲ ἄφρονα διαδέχεται λήθη Gr.Nyss.<i>Hom.in Eccl</i>.365.20, cf. Rom.Mel.74.γʹ.7, σχοίημεν ... τὴν χάριν διαιωνίζουσαν Didym.M.39.769A<br /><b class="num">•</b>[[perpetuarse]] ἄρτοι διαιωνίζοντες panes que se perpetúan, e.d. que se distribuyen con regularidad</i> Io.Mal.<i>Chron</i>.12.289, cf. M.97.484A<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ διαιωνίζον la perpetuidad</i> Procl.<i>in Euc</i>.90.8<br /><b class="num">•</b>tb. en v. med. τὰ πράγματα διαιωνίζεται Ph.<i>Fr</i>.64<br /><b class="num">•</b>fig. de abstr. διαιωνίζουσα [[ἄτη]] Sch.A.<i>Ch</i>.68a.<br /><b class="num">2</b> tr. [[perpetuar]] τὸ γένος Ph.2.318, τὴν μνήμην Eus.<i>VC</i> 3.41. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαιωνίζω''': διατηρῶ τι εἰς αἰῶνας, αἰώνιον, Φίλων 2. 318· ― ἀμετάβ., διαρκῶ αἰωνίως, εἶμαι [[αἰώνιος]], [[αὐτόθι]] 154· ― πρβλ. Κόντ. Γλωσσ. Παρατ. σ. 6 - 7. | |lstext='''διαιωνίζω''': διατηρῶ τι εἰς αἰῶνας, αἰώνιον, Φίλων 2. 318· ― ἀμετάβ., διαρκῶ αἰωνίως, εἶμαι [[αἰώνιος]], [[αὐτόθι]] 154· ― πρβλ. Κόντ. Γλωσσ. Παρατ. σ. 6 - 7. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[διαιωνίζω]]) [[αιών]]<br /><b>1.</b> [[διατηρώ]] [[κάτι]] στους αιώνες, το [[κάνω]] αιώνιο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[διαιωνίζω]] το [[είδος]]», «[[διαιωνίζω]] το [[γένος]]» — [[αποκτώ]] [[παιδιά]], απογόνους<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αναβάλλω]] τη [[λύση]] ενός ζητήματος, [[παρατείνω]] επ' αόριστον («[[διαιωνίζω]] το [[πρόβλημα]]», «η [[ίδια]] [[κατάσταση]] διαιωνίζεται»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[είμαι]] [[αιώνιος]], [[διαρκώ]] αιώνια, [[διαρκώ]] επ' άπειρον. | |mltxt=(AM [[διαιωνίζω]]) [[αιών]]<br /><b>1.</b> [[διατηρώ]] [[κάτι]] στους αιώνες, το [[κάνω]] αιώνιο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[διαιωνίζω]] το [[είδος]]», «[[διαιωνίζω]] το [[γένος]]» — [[αποκτώ]] [[παιδιά]], απογόνους<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αναβάλλω]] τη [[λύση]] ενός ζητήματος, [[παρατείνω]] επ' αόριστον («[[διαιωνίζω]] το [[πρόβλημα]]», «η [[ίδια]] [[κατάσταση]] διαιωνίζεται»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[είμαι]] [[αιώνιος]], [[διαρκώ]] αιώνια, [[διαρκώ]] επ' άπειρον. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:50, 1 October 2022
English (LSJ)
perpetuate, τὸ γένος Ph.2.318:—Pass., Id.Fr.64 H.; but usually intr., to be eternal, Id.2.190,al.
Spanish (DGE)
1 intr. ser eterno de la divinidad, Ph.2.190
•vivir o durar eternamente σὺν τῷ Πατρὶ διαιωνίζειν Ath.Al.Gent.47, cf. Basil.M.31.245D, Pamph.Mon.Soter.145, τοῦ μὲν σοφοῦ ἡ ζωὴ διαιωνίζει διὰ τῆς μνήμης, τὸν δὲ ἄφρονα διαδέχεται λήθη Gr.Nyss.Hom.in Eccl.365.20, cf. Rom.Mel.74.γʹ.7, σχοίημεν ... τὴν χάριν διαιωνίζουσαν Didym.M.39.769A
•perpetuarse ἄρτοι διαιωνίζοντες panes que se perpetúan, e.d. que se distribuyen con regularidad Io.Mal.Chron.12.289, cf. M.97.484A
•subst. τὸ διαιωνίζον la perpetuidad Procl.in Euc.90.8
•tb. en v. med. τὰ πράγματα διαιωνίζεται Ph.Fr.64
•fig. de abstr. διαιωνίζουσα ἄτη Sch.A.Ch.68a.
2 tr. perpetuar τὸ γένος Ph.2.318, τὴν μνήμην Eus.VC 3.41.
Greek (Liddell-Scott)
διαιωνίζω: διατηρῶ τι εἰς αἰῶνας, αἰώνιον, Φίλων 2. 318· ― ἀμετάβ., διαρκῶ αἰωνίως, εἶμαι αἰώνιος, αὐτόθι 154· ― πρβλ. Κόντ. Γλωσσ. Παρατ. σ. 6 - 7.
Greek Monolingual
(AM διαιωνίζω) αιών
1. διατηρώ κάτι στους αιώνες, το κάνω αιώνιο
2. φρ. «διαιωνίζω το είδος», «διαιωνίζω το γένος» — αποκτώ παιδιά, απογόνους
νεοελλ.
αναβάλλω τη λύση ενός ζητήματος, παρατείνω επ' αόριστον («διαιωνίζω το πρόβλημα», «η ίδια κατάσταση διαιωνίζεται»)
αρχ.
είμαι αιώνιος, διαρκώ αιώνια, διαρκώ επ' άπειρον.